Tώρα, ποὺ τὸ φῶς έχει πέσει, σὰν προσευχὴ ποὺ ἑνώνει τὸ πρὶν καὶ τὸ μετά, ἀρχαιότητα καὶ Βυζάντιο, ἀνεβαίνει ὁ λόγος τοῦ Ἠλία Μηνιάτη γιὰ τὴ Γέννηση τῆς Μαρίας, ποὺ γιορτάστηκε σήμερα, στὶς 8 Σεπτεμβρίου. Πιστεύω ὅτι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα ἑλληνικοῦ λόγου στὴν Τουρκοκρατία ἐπειδὴ πέρα ἀπὸ τὸ ὕφος καὶ τὴ ζωντάνια εἶναι μιὰ μαθητεία στὴν ὀμορφιὰ χωρὶς θεολογικὰ στεγανὰ καὶ δογματικοὺς περιορισμούς. Ὁ Μηνιάτης δὲν ἦταν 20 ἐτῶν, στὴ Βενετία, ὅταν σὰν ἄλλος τραγωδοποιὸς πλέκει τὸ ἐγκώμιο τῆς Θεοτόκου, καὶ στὴν ὔπαρξή της ἀναγνωρίζει ἀρετὲς καὶ ἀξίες τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας ποὺ ἐνόχλησαν τὸν ἐκδότη του, κατὰ τὸν 19ο αἰώνα, Ἄνθιμο Μαζαράκη (Διδαχαὶ εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Τεσσαρακοστήν… Τυπογραφεῖο τοῦ Φοίνικος, Βενετία 1849). Ὁ Μαζαράκης δὲν κρύβει στὸν πρόλογό του ὅτι περιέκοψε τὰ σκανδαλιστικὰ σημεῖα, ἐπειδὴ πίστευε ὅτι τοῦ Μηνιάτη «τὸν ἐξέφυγον ἐκφράσεις τινὲς… ἀνοίκειαι εἰς τὴν ἱερότητα τῆς ὑποθέσεως, ἀνάρμοστοι εἰς τὀ Ἱερὸν ἀντικείμενον τοῦ λόγου».
Πρὸς τὸ τέλος τὸ ἐγκώμιο πρὸς τοὺς Ἑνετοὺς εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς προτίμησης τοῦ Μηνιάτη πρὸς τὴ δυτικὴ πολιτικὴ ἐνῶ ἡ ἀποστροφὴ ὡς προσευχὴ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, εἶναι ἕνα πολὺ καλὸ παράδειγμα γιὰ τὴν ἀφυπνιστικὴ δράση του στὸν ὑπόδουλο Ἑλλληνισμό.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ
Εἰς τὴν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.
Παρθενικὴ Πανήγυρις, Παρθένοι πανηγυρίσατε. Θεομητορικὴ δόξα, Μητέρες δοξάσατε. Πατροθεόγονος εὐφροσύνη, γονεῖς καὶ πατέρες εὐφράνθητε, παγκόσμιος χαρά, πάντα τὰ ἐν Κόσμῳ συγχάρητε. Ἐσεῖς τὰ τῆς Οὐρανίου Ἱεραρχίας ἀγλαοπυρσόμορφα τάγματα. Ἐσεῖς εὐηχέστατα ἀηδόνια τοῦ Παραδείσου, σήμερον μὲ ἀκαταπαύστους φωνάς, τὴν Γέννησιν τῆς Παρθένου ὑμνήσατε. Ἀνίσως καὶ ὅταν ἐγεννήθη ἡ Παλλὰς Θεὰ τῆς σοφίας ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός (λέγουσιν οἱ μύθοι) νὰ ἐκατέβη ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, εἰς εἶδος βροχῆς, πολὺ πλῆθος χρυσίου. Τώρα, ὁποὺ γεννᾶται, ὄχι ἀπὸ τὸ ξεσκισμένο κεφάλι ἑνὸς ψευματινοῦ Θεοῦ, μὰ ἀπὸ τὸν Θεῖον καὶ ἄπειρον νοῦν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας, ἡ Πάναγνος Μαριάμ, ἡ τοῦ Θείου Λόγου ἄχραντος Μήτηρ, καὶ τῆς αὐτοσοφίας ζῶσα πηγή, τώρα λέγω σταλάξετε χρυσοῤῥόους ὄμβρους εὐγλωττίας, ὦ Οὐρανοί, καὶ μετατρέποντας εἰς τόσας ἐμπυρίνους γλώσσας, τοὺς λαμπρούς σας ἀστέρας, ἐγκωμιάσετε τὴν νεογεννηθεῖσαν Βασίλισσαν.
Χαίρου τώρα καὶ ἐσὺ ἁγιώτατον ζεῦγος Θεοπάτορ Ἰωακεὶμ καὶ Θεομῆτορ Ἄννα. Δὲν εἶναι πάντα ἡ αὐτὴ ὄψις τοῦ Οὐρανοῦ. Τώρα, σκεπάζει, μὲ σκοτεινότατα έφη τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον, καὶ τώρα πάλιν φαίνεται χρυσανθής, καὶ λαμπρός. Πολλὴ κατὰ ἀλήθειαν ἦτον ἡ θλίψις σας, πολλὴ καὶ μεγάλη ἡ ἐντροπή σας πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Μά, τέλος πάντων, ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν (Ψαλμ. 33). Εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σας. Νάτε εἰς πόσην χαράν, καὶ τιμὴν ἀνυψώθητε σήμερον. Χαρὰν μέν, ὅτι σᾶς ἐγεννήθη μία Θυγατέρα, ὁποὺ μέλλει νὰ γενῇ δοχεῖον τῆς Θεότητος καὶ θρόνος ἡλιοστάλακτος τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης. Τιμὴν δέ, ὅτι ἀξιωθήκετε νὰ λάβετε συγγένειαν μὲ τὸν ἴδιον Θεόν. Καὶ ὅπου πρῶτα ἦσθε ἀναισχυντισμένοι ὡς ἀγενεῖς καὶ ἄτεκνοι, τώρα ὅλοι σᾶς προσκυνοῦσι, καὶ σέβονται, ὡσὰν γονεῖς μιᾶς Θεομήτορος καὶ πανάγνου Παρθένου Θυγατρός. Καὶ ἐσύ, ἀρτίτοκε Κόρη Θεόσοφε Μαριάμ, ἐσύ, ὁποὺ μέλλεις νὰ γεννήσῃς τὸν Θεῖον Λόγον τοῦ Προανάρχου Πατρός, γέννησε τώρα λόγους εἰς τὸ στόμα μου, διὰ νὰ ἠμπορῶ κατ᾽ ἀξίαν νὰ σὲ ἐπαινέσω. Καὶ καθὼς μίαν φορὰν ἕνα Σεραφεὶμ παίρνοντας ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον εἰς μίαν λαβίδα ἕνα ἄνθρακα, καὶ ἐγγίζοντας εἰς τὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐου, τοῦ ἐκαθάρισε τὴν ἀκάθαρτον γλῶσσαν. Ὅθεν καὶ αὐτὸς λέγει: Καὶ ἀπεστάλη ἓν τῶν Σεραφείμ, καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβον ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου. Ἔτζι καὶ ἐσὺ ἡ μυστικὴ λαβίς, ὁποὺ μέλλεις νὰ βαστάξῃς τὸν μυστικὸν ἄνθρακα, τὸν Σωτῆρα τοῦ Κόσμου, ὡσὰν ἐκεῖνος, ὁποὺ εἶναι ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, ἐγγίζοντάς τον εἰς τὰ ἀκάθαρτά μου χείλη καὶ βέβηλα, σόφισέ τα διὰ νὰ ἠμπορέσουν σήμερον νὰ πλέξουν ἀπὸ διαφόρους ἐπαίνους ἄξιον στέφανον εἰς τὴν πανάχραντόν σου κεφαλήν. Ἐσύ, ὡσὰν ὁποὺ περισσότερον ἀπὸ τὸν Δημοσθένην, καὶ ὅλους ἁπλῶς τοὺς ῾Ρήτορας, ῥητορεύσασα, εἰς ἕνα καὶ μόνον λόγον μὲ τρισόλβιον ἀνακεφαλαίωσιν τὰ κάλλη ὅλα τῆς εὐγλωττίας περιεσφάλισας. Ἐσύ, μὲ τὴν θαυμαστήν σου παντοδυναμίαν, χάρισε δύναμιν τῆς φωνῆς μου, καὶ φωνὴν τῆς ἀγυμνάστου μου γλώσσης, διὰ νὰ ἠμπορέσῃ ἀνεμποδίστως νὰ ἑορτάσῃ τὴν σεπτήν, τὴν Ἁγίαν σου Γέννησιν, μ᾽ ὅλον ὁποὺ ὡς ἀρχάριος εἰς τὴν σπουδήν, καὶ ἀσθενὴς εἰς τὴν φύσιν, τολμῶ νὰ σὲ πανηγυρίσω, ἐλπίζοντας εἰς τὴν θερμήν σου ἀντίληψιν.
Γεννᾶται ἀπὸ τὴν λαμπρὰν Πύλην τῆς Ἀνατολῆς, βαμμένον μὲ κροκόκκινον χρῶμα τὸ πρόσωπον, ἡ ῥοδοδάκτυλος καὶ φωτοφόρος αὐγή, στολισμένη μὲ ρόδα, καλλωπισμένη μὲ ἄνθη, καὶ περικεκοσμημένη μὲ κρίνους. Γεννᾶται καὶ τὴν σήμερον ἡμέραν ἀπὸ τῆν μυστικὴν Ἀνατολὴν τὴν ἡγιασμένην κοιλίαν τῆς Θεομήτορος Ἄννης, ἡ πορφυρογέννητος Βασίλισσα τῶν άστέρων, ἡ Πάναγνος Κόρη, φέρνοντας εἰς τὸ πρόσωπον τὰ ῥόδα μιᾶς οὐρανικῆς καὶ ἀμωμήτου εὐμορφίας. (ΦΩΤΟ: Λεπτομέρεια ἀπὸ ψηφιδωτὴ εἰκόνα τῆς Μαρίας σὲ εἰκονοστάσι γειτονιᾶς στὸ κέντρο τῆς Ρώμης.)
Πολλὰ καὶ διάφορα εἶναι τὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ Ἱερὸν συνάθροισμα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Διδασκάλων, ἐπάσχισε νὰ ἐγκωμιάσῃ τὴν Ἀειπάρθενον Δέσποιναν, θέλοντας νὰ ἐξηγήσῃ τὰς μεγάλας της δόξας. Ἕνας τὴν ἔκραξεν Ἥλιον, διατὶ στεφανωμένη μὲ τὰς ἀκτῖνας τῆς Θείας Χάριτος, ἀνάμεσα εἰς τὰ φῶτα ὅλα τοῦ Οὐρανοῦ, πλέα ἀστράπτει. Ἄλλος τὴν ὀνόμασε Σελήνην, ὅτι διὰ τὴν μεγάλην καὶ ὑπερθαύμαστον λάμψιν, ἀπὸ τὸν χορὸν ὄλον τῶν μυστικῶν ἀστέρων, ὡς Βασίλισσα προσκυνᾶται. Λέγεται Πηγή, ὁποὺ μὲ ρεῖθρα Οὐρανίων χαρίτων ποτίζει τὴν Ἐκκλησίαν. Λέγεται Κυπάρισσος, ὁποὺ διὰ τὴν ἔμφυτον μυρωδίαν, ἐφάνη πάντα μακρὰν ἀπὸ κάθε φθοράν. Λέγεται Κρῖνος, ὁποὺ δὲν ἔχασε ποτὲ τὸ λευκόμορφον κἀλλος, ἀγκαλὰ καὶ νὰ ἐβλάστησεν εἰς τὰς ἀκάνθας τῆς κοινῆς δυστυχίας. Λέγεται Οὐρανός, ὁποὺ ἀνέτειλε τὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης. Λέγεται Κῆπος κεκλεισμένος, ὅπου ὁ σατανικὸς Ὄφις δὲν ἐτόλμησε νὰ χύσῃ τὸ Θανατηφόρον φαρμάκι. Λέγεται Παράδεισος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐξήνθησε τὸ ξύλον τῆς ζωῆς. Λέγεται Ὄρος ὑψηλὸν τῆς ἁγιότητος, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἐσκέπασεν ὁ κατακλυσμὸς τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ κανένα ἀπὸ ἐτοῦτα τὰ ὀνόματα δὲν εἶναι τόσον πρεπούμενον τῆς Παρθένου, ὅσον ἐκεῖνο, μὲ τὸ ὁποῖον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὸ ιἎσμα τῶν ᾀσμάτων τὴν κράζει, ὄρθρον, αὐγήν. Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεὶ ὄρθρος; καὶ κατὰ ἀλήθειαν πόση ὁμοιότης εἶναι ἀναμέσον εἰς τὴν Παρθένον καὶ τὴν αὐγήν; Γεννᾶται ἀπὸ τὴν λαμπρὰν Πύλην τῆς Ἀνατολῆς, βαμμένον μὲ κροκόκκινον χρῶμα τὸ πρόσωπον, ἡ ῥοδοδάκτυλος καὶ φωτοφόρος αὐγή, στολισμένη μὲ ρόδα, καλλωπισμένη μὲ ἄνθη, καὶ περικεκοσμημένη μὲ κρίνους. Γεννᾶται καὶ τὴν σήμερον ἡμέραν ἀπὸ τῆν μυστικὴν Ἀνατολὴν τὴν ἡγιασμένην κοιλίαν τῆς Θεομήτορος Ἄννης, ἡ πορφυρογέννητος Βασίλισσα τῶν άστέρων, ἡ Πάναγνος Κόρη, φέρνοντας εἰς τὸ πρόσωπον τὰ ῥόδα μιᾶς οὐρανικῆς καὶ ἀμωμήτου εὐμορφίας. Εἰς τὸ στῆθος τοὺς κρίνους μιᾶς ἀϊδίου καὶ καθαρᾶς ἀθωότητος, τόσον ὅτι φαίνεται ἕνας ἔμψυχος παράδεισος τῶν χαρίτων. Ἡ αὐγῆ γεννᾷ τὸν λαμπροφόρον Ἥλιον καὶ εἰς τὴν γέννησίν του σχολάζουσιν οἱ ἀστέρες, γλυκοκελαδοῦσι τὰ ὄρνεα, φεύγει τὸ σκότος τῆς νυχτός, καὶ ἀσύστατος Σελήνη ἀπὸ τὴν ἐντροπήν της σκεπάζεται, καὶ ἔτζι φέγγει ἡ χρυσαυγεστάτη ἡμέρα. Γεννᾷ καὶ ἡ Πάναγνος Μαριὰμ τὸν μυστικὸν Ἥλιον, ὁποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν Κόσμον, καὶ εἰς τὴν γέννησίν του σχολάζει ἡ πολυθεΐα τῶν δολίων εἰδώλων. Τὰ στόματα τῶν Ἱερῶν Προπατόρων δὲν παύουσιν ἕνα θεολογικώτατον κελάδισμα μιᾶς ἀκαταπαύστου δοξολογίας. Ἀφανίζονται παντελῶς τοῦ παλαιοῦ Νόμου τὰ σκοτεινότατα σύμβολα. Καὶ ἡ ἀσύστατος χορεία τῶν ἀπίστων μὲ τὸ σκέπασμα τῆς σιωπῆς, ὅλη ἀπὸ τὴν ἐντροπήν της σκεπάζεται. Ἔτζι ἡ ζοφερὰ νύκτα τῆς ἀγνωσίας τρέπεται εἰς λαμπρὰν ἡμέραν γνώσεως, ἡμέραν ἀναπλάσεως, καὶ σωτηρίας. Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεὶ ὄρθρος; ὦ ἁγία καὶ φωτοφόρος αὐγή. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀγλαόμορφος πρόδρομος τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης. Ἐσὺ ἡ δροσερὴ αὖρα τοῦ Θείου φωτός. Ἐσὺ ὁ χαριέστατος μηνυτὴς τῆς εὐτυχεστάτης ἡμέρας. Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεὶ ὄρθρος;
Μα εγώ ἐδῶ ἀπορῶ καὶ πολλὰ θαυμάζω, πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἐκεῖνο, ὁποὺ ὅλα ἠξεύρει καὶ ἀπερασμένα, καὶ παρόντα, καὶ μέλλοντα, τὸ ἐτάζον καρδίας καὶ νεφρούς, ἐκεῖνο, ὀμπρὸς εἰς τὸ ὁποῖον ὅλα τὰ πλέον κρύφια μυστήρια εἶναι φανερώτερα ἀπὸ τὸ ἴδιον φῶς, ἐκεῖνο τώρα ἐρωτᾷ; δὲν ἠξεύρει; Τίς αὕτη, ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεὶ ὄρθρος; ποία εἶναι ἐτούτη, ὁποὺ ἀνεβαίνει ὡσὰν αὐγή; δὲν γνωρίζει ἐκείνην, ὁποὺ ἀπὸ ὅλας τὰ γυναῖκας ἔκλεψε διὰ νύμφην του; ἐκείνην, τῆς ὁποίας εἰς τὸ ᾎσμα ᾈσμάτων λέγει: Ἰδοὺ εἶ καλὴ ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή; θέλω σᾶς εἰπεῖ. Διηγᾶται ἡ Θεία Γραφή, πὼς ὁ Βασιλεὺς Σαούλ, ἐκεῖνος ὁ ἔμψυχος ᾅδης τῶν ἐρωνίδων, διὰ τὴν μεγάλην ἀγάπην, ὁποὺ εἶχε πρὸς τὸν Δαβίδ, τὸν ἔνδυσε μίαν φορὰν μὲ τὰ βασιλικά του φορέματα, τὸν ἐστεφάνωσε μὲ χρυσὸν διάδημα, καὶ τοῦ ἔβαλε τὴν πορφύραν. Ἐβγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ὁ Δαβίδ, ἐνδυμένος ὡς Βασιλεύς, καὶ βλέποντάς τον ὁ λαός, καὶ μὴ γωρίζοντάς τον, ἄρχισε νὰ θαυμάζῃ καὶ νὰ ἐρωτᾷ ἕνας τὸν ἄλλον: τίς ἐστὶν οὗτος; τὶς εἶναι ἐτοῦτος ὁ πορφυροστόλιστος ἄνθρωπος; Τώρα θέλετε καταλάβῃ. Ἠγάπησε καὶ πολλὰ ὁ Βασιλεὺς τῶν Βασιλέων, καὶ Κύριος, ὁ προαιώνιος Πατὴρ τὴν Ἀειπάρθενον Δέσποιναν, ἠθέλησε διὰ νὰ τῆς κάμῃ περισσοτέραν τιμὴν νὰ τὴν ἐνδύσῃ μὲ τὰ ἴδια του ἐνδύματα. Ποῖον εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ Θεοῦ; τὸ φῶς. Τὸ λέγει ὁ Δαβίδ: ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον. Καὶ ὁ Ματθαῖος: καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ Ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς.
Λοιπὸν ἡ Παρθένος στολίζεται μὲ τὸ φῶς ὡς Βασίλισσα, τόσον ὅτι φαίνεται ἕνας ἔμψυχος Οὐρανός. Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ. (Ψαλμ. 44) Καὶ τοῦτο μαρτυρεῖ ὁ Ὑψιπέτης Ἀετὸς τῆς Θεολογίας, ὁ Ἰωάννης (Ἀποκ. 12): καὶ σημεῖον μέγα ἐφάνη ἐν τῷ Οὐρανῷ. Γυνὴ περιβεβλημένη τὸν Ἥλιον καὶ ἡ Σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα. Προβαίνοντας ἔτζι λαμπροφορεμένη ἐτούτη ἡ ἀκτινοβόλος Βασίλισσα, καὶ βλέποντάς την τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔτζι θαυμαστὴν καὶ ὡραίαν, θαυμάζει καὶ ἐρωτᾷ: τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα; ποία εἶναι ἐτούτη, ὁποὺ ἀναβαίνει στολισμένη ἀπὸ πᾶσαν χάριν; κοσμημένη ἀπὸ πᾶσαν ὡραιότητα; περιλελαμπρυσμένη ἀπὸ ὅλας τὰς εὐμορφίας τοῦ Κόσμου; ποία εἶναι ἐτούτη, ὁποὺ εἰς τὰς Ἁγίας της βουλὰς ἔχει τὴν σταθερότητα τῆς γῆς; εἰς τὴν παρθενίαν, τὴν καθαρότητα τοῦ ὕδατος; εἰς τὴν καρδίαν, τὴν ἱλαρότητα τοῦ ἀέρος; εἰς τὴν ἄμωμον σάρκα, τὴν ἐλαφρότητα τοῦ πυρός; τὶς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα;
Ποία εἶναι ἐτούτη , ὁποὺ ἔχει τὴν φαιδρότητα τῆς Σελήνης, εἰς τὸ κορμί; τὴν ἄσπιλον εὐμορφία τῆς Ἀφροδίτης εἰς τὸ πρόσωπον; τοῦ Ἑρμῆ τὴν εὐγλωττίαν, εἰς τὸ στόμα; τὴν εὐγένειαν, τοῦ Ἡλίου εἰς τὸ γένος; τὴν Σοφίαν τοῦ Διός, εἰς τὰς φρένας; τὴν δύναμιν τοῦ Ἄρεως, εἰς τὰ μέλη; τὴν σωφροσύνην τοῦ Κρόνου εἰς τὰ ἤθη; τὴν ἀγαθὴν κλίσιν τῶν ἀστέρων, εἰς τὰς χάριτας; τὸ γαληνόμορφον τοῦ Οὐρανοῦ, εἰς τὴν ψυχήν; τοῦ ἐμπυρίνου τὴν ἔντρομον κίνησιν, εἰς τὸν Θεῖον φόβον;
Τὶς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα; ποία εἶναι ἐτούτη, ὁποὺ ἔχει τῶν Ἀγγέλων τὴν εὐσεβῆ διάθεσιν; τῶν Ἀρχαγγέλων τὴν μεγαλειότητα; τῶν Ἀρχῶν τὸ ὑπέρτιμον; τῶν Θρόνων τὴν ὑποταγήν; τῶν Ἐξουσιῶν τὸ κελεύειν; τῶν Κυριοτήτων τὸ κυριεύειν; τῶν Δυνάμεων τὴν ἰσχύνη; τῶν Χερουβεὶμ τὴν γνῶσιν; τῶν Σεραφὶμ τὴν ἀγάπην; καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα τῆς Ἁγίας Τριάδος; καὶ τέως, ποία εἶναι ἐτούτη, ὁποὺ εἶναι ἕνα πολυσύνθετον τῶν ἀρετῶν, καὶ μία θαυμαστὴ ἀνακεφαλαίωσις ὁλονῶν τῶν χαρίτων; Τὶς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεὶ ὄρθρος;
Ὦ μεγαλεῖα τῆς Παρθένου, ὁποὺ καίουσιν ἄλαλον πᾶσαν γλῶσσαν. Ὤ λαβύρινθοι, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους χάνεται κάθε νοῦς. Ὦ δόξαις, εἰς τὸ βάθος τῶν ὁποίων βυθίζεται ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνίσως λοιπὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, βλέποντας τὰς μεγαλειότητάς σου, ὦ Παρθένε, θαυμάζει καὶ ἐκπλήττεται, τί θέλω δυνηθῇ ἐγὼ ὁ άμαθής, καὶ ἄμουσος; Ρήτορας πολυφθόγγους, ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε. Ρήτορας νὰ κλείουσι τὸ στόμα καὶ νὰ μένουσιν ἄφωνοι ὡς τὰ ὀψάρια εἰς τὰς ἐπαίνους σου. Τί θέλει κάμῃ ἡ ταπεινή μου γλῶσσα; τὴν ὁποίαν ὡς ἠξεύρεις καλά (καὶ ὡς προεῖπον) Μητροπάρθενε Κόρη, διὰ τὴν τῆς φύσεώς μου ἀσθένειαν, δὲν ἄσκησα πολὺν καιρὸν εἰς τοιαύτας διατριβάς; Ὅθεν καὶ τοῦτον τὸν μικρὸν λόγον, ὁποὺ τώρα εἰς ἔπαινόν σου ἐσύνθεσα, τὸν ἔκαμα εὶς σημεῖον ὑπηκόου εὐλαβείας πρὸς σέ, καὶ εὐλαβοῦς ὑπακοῆς πρὸς ἐτούτους τοὺς εὐγενεστάτους ἄρχοντας, ὁποὺ μὲ ἐπρόσταξαν. Ὅμως, ἐσὺ ἀνίσως καὶ μὲ τὴν θαυμαστήν σου παντοδυναμίαν, τὴν πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσαν, θέλεις φωτίσει τὸν σκοτεινότατον νοῦν μου, μὲ καμίαν ἀκτῖνα διδασκαλίας, τότε καὶ ἀλήθειαν.
Κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ. Ἦτον παλαιὰ συνήθεια εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, ὅτι ὅταν ἔβγαινεν ὁ Ἥλιος ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, μὴ ἠμπορώντας νὰ τὸν ἐπαινέσουν μὲ λόγια, τὸν ἐπροσκυνοῦσαν μὲ τὴν σιωπήν. Ἔτζι θέλω κάμει καὶ ἐγὼ τώρα, ὁποὺ γεννᾶσαι ἐσὺ ἡ ἐκλεκτὴ ὡς ὁ Ἥλιος. Ἐπειδὴ καὶ μὲ τὸ ἄπειρον φῶς τῶν χαρίτων σου, μοῦ θαμπώνεις τὰ ὄμματα τοῦ νοός, ἀπερνῶ μὲ σιωπὴν τὰς θαυμαστάς σου ἀρετάς, ἠξεύρωντας, πὼς ἄλλο πρᾶγμα δὲν σοῦ συγχύζει τὴν ψυχήν, παρὰ ἡ μελωδία τῶν ἰδίων σου ἐπαίνων. Καὶ ἐδῶ πίπτοντας εἰς τοὺς Ἱερούς σου πόδας, ἄλλο δὲν ἐπιθυμῶ ἀπὸ σέ, παρὰ τὴν ἄμαχόν σου προστασίαν. Ἐσύ, ὁποὺ εἶσαι ἡ Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ, ἐσὺ τώρα εἰς τοὺς παρόντας πολέμους, ἐνδυνάμωσον τὸν βραχίονα τοῦ εὐσεβεστάτου ἡμῶν Δουκὸς τῶν Ἑνετῶν κατὰ τῶν ὑπεναντίων. Ἐσύ, ὁποὺ δικαίως τὸ ὄνομα τῆς Ὁδηγήτριας ἔχεις, ἐσὺ ὁδήγησε καὶ κατευόδωσε τὰ εὐσεβῆ του στρατεύματα, χαρίζοντάς του πάντα νίκας καὶ θριάμβους κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν, εἰς δόξαν τοῦ σοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μας. Ἰδού, Παναγία Παρθένε, οἱ ἐχθροί σου ἤχησαν καὶ οἱ μισοῦντές σε ᾖραν κεφαλήν. Ἐπὶ τὸν λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην καὶ ἐπεβουλεύσαντο κατὰ τῶν Ἁγίων σου (Ψαλμ. 82). Μὴ ὑπομείνης πανάχραντε Κόρη, νὰ εὑρίσκεται εἰς χεῖρας μεμολυσμένων ἀνθρώπων, ἐκεῖνος ὁ πάνσεπτος Τάφος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐτάφη νεκρὰ ἡ ζωὴ τοῦ Κόσμου. Καὶ καθὼς μίαν φορὰν ὁ Υἱός σου, πιάνοντας σχοινίον εἰς τὰ χέρια του, ἐδίωξεν ἀπὸ τὸν Ἱερόν του Ναὸν τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας, λέγοντάς τους μὴ ποιῆτε τὸν οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. Ἔτζι καὶ ἐσὺ πιάνοντας εὶς τὰς χεῖρας σου τὰ πυρίφλεκτα ἀστροπελέκια τῆς δικαίας σου ὀργῆς, ῥίψε τα εἰς τὰς κεφαλὰς ἐκείνων, ὁποὺ ἐμίαναν τὸν Ναὸν τὸν Ἅγιόν σου, ἔθεντο Ἱερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον (Ψαλμ. 78). Ἴδε πῶς εἶναι καταπατημένος ὁ φόβος τοῦ Υἱοῦ σου, ἀπολελυμένη ἡ ἁπλότητα, μεμολυσμένη ἡ σωφροσύνη, χαϊμένη ἡ εὐσέβεια, συγχυσμένη ἡ εἰρήνη. Εἶναι ὑστερημένα τὰ βασίλεια ἀπὸ χώρας, οἱ χῶρες ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ διανοίας, αἱ διάνοιαι ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ναούς, οἱ ναοὶ ἀπὸ θυσιαστήρια, τὰ θυσιαστήρια ἀπὸ Ἱερεῖς, οἱ Ἱερεῖς ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους. Εἰς ὅλον τὸν κόσμον ἀλαζονεία καὶ ἀσέβεια. Διὰ τοῦτο ἐσύ, ἀκήρατε Κόρη, μὲ τὴν Θείαν σου δύναμιν ἐξολόθρευσον ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς τούτους τοὺς αἱμοβόρους λύκους, διὰ νὰ στέκῃ πάντα σῶον καὶ ἀβλαβὲς τὸ σὸν Ἅγιον ποίμνιον.
Ἐσύ, ὁποὺ ἤφερες εἰς τὸν Κόσμον τὸ φῶς τοῦ Κόσμου, εσὺ χάρισε φῶς ἐλευθερίας ἐκείνων τῶν δυστυχισμένων χριστιανῶν, ὁποὺ εὑρίσκονται εἰς τόσους πόνους καὶ πάθη.
Μυθολογοῦσιν οἱ παλαιοὶ Ποιηταί, πὼς ὁ Ἡρακλῆς ὄντας ἀκόμη μικρὸν παιδάκι εἰς τὴν κούνιαν ἐκαταξέσκισε τοὺς ὄφεις, ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὴν Ἤραν. Ἐσύ, τώρα, ἀρτίτοκε Παρθένε, θανάτωσε καὶ καταπάτησε ἐτούτους τοὺς ἰοβόλους ὄφεις σταλμἐνους, ὄχι ἀπὸ τὴν Ἤραν, μὰ ἀπὸ τὴν ἀρὰν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ χύσουν τὸ θανατηφόρον φαρμάκι τῆς ἀσεβείας εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν.
Ναί, Θεοτόκε Μαρία, ἀρθήτω ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδῃ τὴν δόξαν Κυρίου. Καὶ ἵνα διὰ παντὸς δοξασθῇ τὸ ὄνομά σου τὸ Ἅγιον, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ
Διδαχαὶ εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Τεσσαρακοστήν…
Ἐν τῇ Τυπογραφίᾳ Ἀντωνίου τοῦ Βόρτολι, Ἑνετίησιν 1763.
Σε καιρούς πείνας και δίψας το εγκώμιο της Παναγίας μας προσφέρει προσανατολισμό!
Συγχαίρω θερμώς για την ανάρτηση!
Μας λέει πολλά! Ειδικά για την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τέτοιες αναρτήσεις αποτελούν συμβολή στο διαδίκτυο.
Για όσους, τουλάχιστον, καταλαβαίνουν…
Υ.Γ. Πολλές οι ομοιότητες ύφους με ανάλογα κείμενα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Nομίζω ότι είναι κάτι τελείως διαφορετικό από κείμενα του Nικοδήμου, και γενικότερα των πατέρων για αυτό έχει ενοχλήσει. Σαν κείμενο είναι πολύ μεγάλο για ανάρτηση στο διαδίκτυο που αρέσκεται σε μίνι ιστορίες μίας γραμμής έως 250 λέξεις. Σκέφτηκα να το περικόψω, αλλά δεν μου πήγαινε η καρδιά. Aπλώς, έκανα μικρές ορθογραφικές επεμβάσεις. Πιάστηκε το χέρι μου να πληκτρολογεί 2.426 λέξεις, αλλά χαλάλι. Ένιωσα ότι αξίζει… και χαίρομαι που το επιδοκιμάζεις.