Ο κόσμος αποχωρούσε σιωπηλός, μουρμουρίζοντας ή και με έκδηλη αγανάκτηση από την παράσταση μεμονωμένα ή κατά ομάδες. Σε ορισμένα σημεία φάνηκε να δυσκολεύεται η ερμηνεία της Αμαλίας Μουτούση, η οποία σε μεγάλο μέρος της παράστασης στεκόταν στα όρια των διαζωμάτων. Στο τέλος αρκετοί γιουχάισαν και μία κοπέλα φώναξε «Έξω από την Επίδαυρο». Οι αποχωρήσεις, όπως σωστά σχολίασε η διπλανή μου, ακουγόντουσαν σαν οπλές αλόγων, ένα ποδοβολητό… Ήταν ενοχλητικές οι αποχωρήσεις αλλά επιβεβαίωναν τη ζωντάνια της θεατρικής τέχνης. Κανείς δεν μπορεί να μείνει καθηλωμένος εάν το θέαμα που βλέπει δεν τον ικανοποιεί. Και στους Πέρσες τι ήταν αυτό που ενόχλησε;

Το λιτό σκηνικό της παράστασης (ίδιο με την παράσταση στο Βερολίνο το 2006) δημιούργησε σύγχυση παρά φώτισε τον χώρο δράσης της τραγωδίας που απαιτεί δύο χώρους: ένα πανάρχαιο κτίσμα και τον τάφο του Δαρείου.
Θα έλεγα ότι πρώτα από όλα αισθανόσουν ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των τριών καλών ηθοποιών μας, της Μουτούση, του Μηνά Χατζησάββα και του Νίκου Καραθάνου, να δώσουν ένα νόημα στα λεγόμενά τους, δεν υπήρχε ένα δέσιμο της παράστασης. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει πει ότι εξαρτάται από τους ηθοποιούς του. Ωστόσο και οι ηθοποιοί θα πρέπει να εξαρτώνται από τον σκηνοθέτη, να έχουν δηλαδή μία καθοδήγηση, διαφορετικά δεν τον χρειάζονται. Οι ηθοποιοί, λοιπόν, μεμονωμένα μου έδιναν την εντύπωση ότι ακόμα ήταν στο στάδιο της προετοιμασίας, μόνοι, αναζητώντας κλειδιά για τους ρόλους τους. Και έμειναν σε αυτό το στάδιο. Άλλες φορές είχες την εντύπωση ότι ήσουν παρών σε αυτοσχεδιασμούς της ομάδας που παρίστανε τον αγγελιαφόρο ή του χορού, που θα ήταν χρήσιμοι για την παράσταση. Αλλά οι αυτοσχεδιασμοί δεν προχώρησαν σε κάτι άλλο, που θα είχε περιεχόμενο και θα ήταν παραστάσιμο, π.χ. το μοτίβο της ανησυχίας ή τα καταπλητικά θρηνητικά κομμάτια. Ο σκηνοθέτης δεν κατάφερε να εναρμονίσει τα μέρη που είχε σε ένα όλον. Ή εάν πίστεψε ότι τα κατάφερε μιλούσε μια άλλη γλώσσα. άγνωστη στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κοινού. Ίσως ενδιαφέρουσα για ένα εργαστήριο ηθοποιών αλλά όχι για έναν χώρο που μπορεί να αποβεί μοιραίος για όσους τον προσεγγίζουν ανέτοιμοι.
Συμπλήρωση ή διόρθωση του Αισχύλου;
Σχετικά με το κείμενο δεν έμεινε πιστός στα δεδομένα του Αισχύλου. Ο σκηνοθέτης διασκεύασε το κείμενο του Αισχύλου με τέτοιο τρόπο, ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι έγινε αγνώριστο:
- ο χορός των γερόντων αντρών, ήταν μια ομάδα νέων κοριτσιών
- ο αγγελιοφόρος έγινε ομάδα επτά προσώπων
- προστέθηκε ακόμη ένα «άλλο πρόσωπο» που περιφερόταν στη σκηνή (Λένα Κιτσοπούλου)
- στο κείμενο του έργου εντάσσεται ένα απόσπασμα του Φιλοκτήτη του Χάινερ Μίλερ, από όπου το ρητό «Και η αλήθεια σιγανή και αβάσταχτη» δίνει και τον τόνο στην παράσταση
Στην Ελευθεροτυπία διαβάζω ότι ο τελευταίος ρόλος (Λένα Κιτσοπούλου) είναι ο ρόλος ενός τρελού (!) και είναι κλειδί. Αλήθεια, γιατί; τί να ξεκλειδώσει ο τρελός αυτός; υπήρχε κάποιο αίνιγμα που άφησε αναπάντητο ο Αισχύλος και μας βοηθάει ο κ. Γκότσεφ να επιλυθεί; Ο ίδιος εξήγησε στο ερώτημα της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη εάν ο τρελός συνδέει τον Αισχύλο με το σήμερα:
«Οχι, δεν είναι “γέφυρα”. Είναι μια αυτόνομη φιγούρα που περιστρέφεται σαν δορυφόρος γύρω από το κείμενο του Αισχύλου και με τον τρόπο του συνιστά στοιχείο αντιπαράθεσης με το “σύστημα”. Οι βασιλείς είναι τέρατα κι εδώ. Δεν παίζουν με τερατώδη τρόπο, αλλά είναι τερατώδεις. Ο τρελός δεν προέκυψε επειδή είμαστε πιο έξυπνοι από τον Αισχύλο. Αλλά είναι μια φιγούρα που με απασχολεί πολύ».
Εγώ επιμένω πάντως στη φιγούρα του τρελού και συναισθηματικά. Δεν συμμετέχει στη δράση με έναν άμεσο τρόπο. Είναι αυτόνομο πρόσωπο που προφέρει όσα και οι υπόλοιποι έχουν στον εγκέφαλό τους, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να τα πουν. Γι’ αυτό υπάρχει ο τρελός».
«Ο τρελός είναι το alter ego όλων μας, είναι το alter ego όλων των ηθοποιών. Κάθε ηθοποιός στην ουσία του ένας σαλτιμπάγκος είναι, ένας γελωτοποιός».
Ανατωτιέμαι ξανά τι είχε να μας πει ο τρελός (ή μάλλον τρελή). Τι σκοτεινό αφήνει ο αρχαίος δραματουργός. Και εάν αφήνει κάτι σκοτεινό προς τι να φωτιστεί από τον σκηνοθέτη με την προσθήκη ενός επιπλέον προσώπου; Μήπως πλέον μιλάμε για ένα άλλο έργο και όχι τους Πέρσες του Αισχύλου;
Ακόμη μια απάντηση της Λένας Κιτσοπούλου που έπαιξε τον ρόλο του τρελού: Ενα από τα κείμενά του είναι και το απόσπασμα από τα χορικά που λέει: “Ο Ξέρξης φταίει για όλα”. Ο Γκότσεφ θέλει να είναι ένα αντιδραστικό στοιχείο στο κατεστημένο. Εξού ο τρελός εκφέρει κείμενα που λένε την αλήθεια» […] Είναι ένα πρόσωπο που μπαίνει στη σκηνική δράση για να πει “ξυπνήστε”. Το αποτέλεσμα ήταν ότι την Παρασκευή ΚΑΝΕΙΣ από την παρέα μου δεν κατάλαβε αυτόν τον ρόλο. Και αμφιβάλλω εάν κάποιος δεν είχε ενημερωθεί από συνεντεύξεις στον τύπο θα μπορούσε να αντιληφθεί αυτή την άχαρη και άχρηστη περιπλάνηση της ξανθιάς τρελού.

Ο Μηνάς Χατζησάββας στο ρόλο του ειδώλου (φαντάσματος) του Δαρείου πρόσφερε πολύ καλές στιγμές στην παράσταση. Ο σκηνοθέτης τον ήθελε σύγχρονο δικτάτορα και τον παρουσίασε ερχόμενο από το δάσος. Ο Αισχύλος θέλει να βγαίνει ο νεκρός από την κατοικία του, από ένα ψηλό σημείο του τάφου, όπως του ζητά ο Χορός.
Ερμηνεία ή παρερμηνεία;
Τα ενδύματα του έργου δίνουν και την άποψη για το μήνυμα του έργου. Κανένα ρούχο δεν παραπέμπει στην αρχαιότητα. Στα Νέα είχε δηλώσει ο Γκότσεφ:
Δεν θα παρουσιάσουμε την ιστορία όπως ήταν πριν από 2.500 χρόνια. Γιατί στο μεταξύ, όσα μεσολάβησαν έως σήμερα, καταστάλαξαν σε έναν πεσιμισμό, σε μια αμετάκλητη απογοήτευση. Η παράστασή μας λαμβάνει υπόψη της τις διαψεύσεις, στις οποίες αναφέρεται διαρκώς ο Χάινερ Μίλερ.
Το μόνο βέβαιο ήταν αυτό. Πιο πολλά μαθαίνουμε στην άλλη συνέντευξη: τον ενδιαφέρουν «όλα τα θύματα της οικονομικής κρίσης και των τραπεζών. Ηθελα να μιλήσω για τις δυναστείες που διοικούν τον κόσμο». Μόνο που το έργο δεν μιλά μόνο για τους χαμένους αλλά και για νικητές. Ή να το πω αλλιώς: ο Αισχύλος που είχε πολεμήσει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας δοξάζει την πόλη του. Ο Γκότσεφ μιλάει και ξαναμιλάει για τους ηττημένους του συστήματος. Μα οι τράπεζες, που θέλει να κάνει αναγωγή, είναι το σύστημα… Ποια είναι τα σύγχρονα αντίστοιχα των Περσών;
Και ποιος θριαμβολογεί, σήμερα, με το οικονομικό κατεστημένο να κυριαρχεί; δεν είναι οι δυναστείες του κόσμου τούτου, οι τράπεζες και πάλι οι τράπεζες που χαίρονται; Ποια είναι, άραγε, η αντίστοιχη μικρή Αθήνα σήμερα που νίκησε την αλλοτινή περσική αυτοκρατορία;
Νιώθω ξανά κάποιο κενό στην ερμηνεία του έργου, για να μη μιλήσω για παρερμηνεία… Μήπως τελικά ο Μίλερ και κυρίως ο σκηνοθέτης ήταν πιο ψηλά από τον Αισχύλο; Θα απαντήσω «ναί», όταν, μάλιστα, διαβάζω για το σκεπτικό για την αντικατάσταση του χορού των γερόντων από κοπέλλες: «στα Σούσα δεν ξέμειναν μόνο οι γέροντες αλλά γυναίκες, που είναι πιο ευαίσθητες στα δεινά του πολέμου.
Με όλα αυτά σε καμιά περίπτωση δεν τραυματίζεται ο Αισχύλος ή το έργο του, γιατί απλά δεν κρίνεται το δράμα. Αυτό βγήκε νικητήριο στο 472 π.Χ. όταν πρωτοπαίχτηκε. Ο Αισχύλος δεν μας έχει ανάγκη. Εμείς τον χρειαζόμαστε. Και για αυτό είμαστε απαιτητικοί από όσους τον ερμηνεύουν και, ενδεχομένως, άθελά τους φαίνεται να «κακοποιούν» τον συγγραφέα, αλλά στην πραγματικότητα εκτίθενται οι ίδιοι με τη δουλειά τους.
Και οι θεοί και η ύβρις του έργου; Ας τα ξεχάσουμε, καλύτερα… Παρόλο που η συγκεκριμένη τραγωδία δίνει ένα ισχυρότατο ερέθισμα για να δουλέψει κανείς γόνιμα με την ιδέα της καταστροφής του περιβάλλοντος με τον βιασμό της θάλασσας από τον Ξέρξη, ασέβεια προς τη φύση που κυριαρχεί ως μοτίβο στο έργο.
Κατά τα άλλα τα κοστούμια ήταν από πρόθεση «άσχημα», η Άτοσσα με τα μαύρα κολλητά ρούχα και τις γόβες παρέπεμπε σε διευθύντρια επιχείρησης, αλλά όχι σε χλιδάτη βασίλισσα που αντιπροσωπεύει τη νικημένη αυτοκρατορία. Κατά τον Αισχύλο, η πρώτη είσοδός της στη σκηνή γίνεται με άρμα. Στη δεύτερη εμφάνισή της είναι πεζή και χωρίς την αρχική πολυτέλεια. Το φάντασμα του Δαρείου, ένας υποτιθέμενος σημερινός δικτάτορας με μαύρο παντελόνι τιράντες, άσπρο πουκάμισο με το μισό έξω που ήρθε από τα δέντρα, αντί να βγει από τον τάφο του… Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα μπροστά στις αναλύσεις περί του αβαστάχτου της αλήθειας κλπ κλπ…
Ευτυχώς, μάθαμε τι σήμαινε και το περιστρεφόμενο σκηνικό. Ενώ ο απλοϊκός νους πηγαίνει στο στοιχείο της θάλασσας που είναι κυρίαρχο μοτίβο στο έργο πληροφορούμαστε: η κίνησή του συμβολίζει τον «πόλεμο που έρχεται και φεύγει».
Επανάληψη ή νέα σκηνοθεσία;
Η παράσταση αυτή ήταν το πρώτο ανέβασμα σκηνοθεσίας τραγωδίας για τον κύριο Ντίμιτερ Γκότσεφ. Και λέω η παράσταση αυτή γιατί μάλλον είδαμε μια επανάληψη από το Deutsches Theater του Βερολίνου του 2006, η οποία θεωρήθηκε η καλύτερη παράσταση της χρονιάς (αλήθεια από ποιούς;). Με έκπληξη βλέποντας το διαφημιστικό της συγκεκριμένης παράστασης αναγνωρίζουμε ακριβώς ό,τι είδαμε στη διδασκαλία αλλά και στο σκηνικό. Ένα copy paste.

Ο Νίκος Καραθάνος στο ρόλο του Ξέρξη, του μεγάλου χαμένου του πολέμου. Εμφανίστηκε με σιδερωμένα ρούχα, αλλά στη συνέχεια στις κορυφώσεις της οδύνης έβγαλε το πουκάμισο. Δυστυχώς, η κόπωση ήταν ήδη μεγάλη και το κοινό δεν κατάφερε να αιχμαλωτιστεί από τον συναρπαστικό διάλογό του με τον Χορό και την επικοινωνία του με την Άτοσσα.
Τί συνέβη λοιπόν; Ο σκηνοθέτης έκανε κάτι καινούργιο ή απλώς προσάρμοσε την παράσταση της Γερμανίας στα δεδομένα της Επιδαύρου; Εάν έκανε το πρώτο θα πρέπει να σκεφτεί πάρα πολύ εάν τολμήσει να ξανακάνει αυτό το διάβημα σε έναν χώρο που σίγουρα σηκώνει τον πειραματισμό αλλά δεν συγχωρεί την επιπολαιότητα. Εάν πάλι έκανε το δεύτερο, λέτε οι θεοί να τον τιμώρησαν για την ύβρη του;

Η Αμαλία Μουτούση ήταν η πραγματική ηρωίδα της παράστασης. Έδωσε τον καλύτερό της εαυτό να ανταποκριθεί στο ρόλο της Άτοσσας κινούμενη ανάμεσα σε καθιστούς θεατές αλλά και παρατηρώντας άλλους που αποχωρούσαν. Ήταν αξιοθαύμαστη! Το κοστούμι της δεν ταίριαζε στη βασιλεομήτορα ούτε στη θεού μητέρα, που προσφωνείται από τον Χορό. Αντί να αφιχθεί με ηγεμονικό άρμα, όπως θέλει ο Αισχύλος, κατέβηκε από το άνω διάζωμα ξυπόλυτη, και μόλις έφτασε κάτω, φόρεσε ψηλοτάκουνες γόβες. Στο πίσω μέρος η Λένα Κιτσοπούλου ως τρελός του έργου.
Μινιμαλισμός ή μονοτονία;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας σκηνοθέτης μπορεί και έχει το δικαίωμα να επεξεργάζεται μια δουλειά του και να προσθέτει ή να αφαιρεί στοιχεία σε κάθε παράσταση. Νομίζω ότι αυτό δεν απασχολούσε το κοινό της Επιδαύρου που κατέκλυσε τον χώρο για να δει την παράσταση. Ούτε απασχολεί τον κόσμο εάν είδε ο σκηνοθέτης τον Αισχύλο μέσω του Μίλερ. Αυτό που νοιάζει το κοινό είναι να ακούσει τον Αισχύλο και να αισθανθεί τα φορτία του αρχαίου λόγου. Να νιώσει την οδύνη από την καταστροφή που βιώνει μια αυτοκρατορία. Λίγο πολύ οι περισσότεροι γνωρίζουν την υπόθεση των Περσών, με τη μεγαλοφυή σύλληψη του Αισχύλου να βάλει τους ηττημένους να μιλούν για το μεγαλείο της Αθήνας, όπου οι κάτοικοι έχουν τη δύναμή τους από την ελευθερία. Το θέμα λοιπόν δεν είναι μόνο να ακουστεί ο λόγος, αλλά και πώς θα ακουστεί, να φορέσει την κατάλληλη στολή… ώστε να μαγνητίσει τους θεατές στα πρώτα είκοσι λεπτά. Δυστυχώς, στην Επίδαυρο ο Αισχύλος παρέμεινε ραδιοφωνικός (στην καλύτερη περίπτωση), ο χορός ήταν ανύπαρκτος και αμήχανος, χωρίς καμιά άποψη κινησιολογική. Και θα έλεγα ότι δεν είχε πλάκα (όπως κάπου διάβασα σε σχόλιο της Κιτσοπούλου) για τους θεατές, αλλά ότι βγήκε γελοίος, κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κοινού. Όσο για τον αγγελιοφόρο, μια ομάδα στα όρια της υστερίας… Με μια μονότονη ομαδική και ξεπερασμένη απαγγελία. Μάλιστα, σε ένα σημείο όταν η ομάδα του αγγελιοφόρου είχε ενωθεί με τον χορό, όλοι μαζί έμοιαζαν σαν εκκλησίασμα πεντηκοστιανής σέχτας που ουρλιάζει άναρθρα και κινείται άρρυθμα στον χώρο. Επιπλέον χωρίς μουσική φάνταζε ακόμη πιο άδειος ο χώρος. Και ο χρόνος… Και αυτό δεν ήταν απλότητα ούτε μινιμαλισμός. Απλότητα σημαίνει δουλειά, δουλειά, δουλειά…
Ευτυχώς φύσηξε λίγο και είχε δροσούλα…
ΥΓ Για όλα αυτά το Κόκκινο μπαλόνι ας μη στενοχωριέται που δεν κατέβηκε στην Επίδαυρο. Άσε που μπορεί να ξεφούσκωνε από όσα έβλεπε επί της ορχήστρας…
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ: ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Ντίμιτερ Γκότσεφ
Σκηνικά – κοστούμια: Μαρκ Λάμμερτ
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Φωτητική διδασκαλία: Ρηνιώ Κυριαζή
Δραματουργική συνεργασία: Έλενα Καρακούλη
A΄βοηθός σκηνοθέτη: Ανέστης Αζάς
Β΄βοηθός σκηνοθέτη: Ασπασία- Μαρία Αλεξίου
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαριαλένα Λαπατά
Διανομή:
Άτοσσα: Αμαλία Μουτούση
Δαρείος: Μηνάς Χατζησάββας
Ξέρξης: Νίκος Καραθάνος
Αγγελιαφόρος: Βασίλης Ανδρέου, Λαέρτης Βασιλείου, Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Ήμελλος, Νίκος Κουρής, Δημήτρης Παπανικολάου, Πρόδρομος Τσινικόρης
Ένα άλλο πρόσωπο: Λένα Κιτσοπούλου
Χορός: Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Κόρα Καρβούνη, Σύρμω Κεκέ, Ρηνιώ Κυριαζή, Εύη Σαουλίδου, Έλενα Τοπαλίδου
Καλησπέρα!
ώστε έτσι, ε;;;
Κρίμα, κρίμα για τους ηθοποιούς βασικά!
Και το λέω γιατί κι εγώ δεν ενοχλούμαι από μοντέρνες προσεγγίσεις αρκεί το κείμενο να ακούγεται ξεκάθαρα και να νιώθω πως ο σκηνοθέτης έχει δουλέψει την όποια ιδέα ΜΑΖΙ με τους ηθοποιούς του και τους έχει εξοπλίσει με όλα εκείνα τα εργαλεία που θα τους κάνουν να σταθούν στην ορχήστρα, ειδικά της Επιδαύρου!
Όλοι οι ηθοποιοί είναι εξόχως ταλαντούχοι και ταλαντούχες…αλλά αυτό δεν αρκεί. Και αν το αποτέλεσμα δεν είναι καλό…τότε κάτι δεν δούλεψε καλά με τον σκηνοθέτη!
Πάντα είμαι ελαστική με τους ηθοποιούς…γι’αυτό αποφεύγω και τα κέρματα ή τις ντομάτες, πράγμα που αρχαίοι δεν το απέφευγαν αν δεν τους άρεσε η παράσταση!!!!
🙂
Έχουμε ακούσει κάτι για την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, του Τσιάνου;
Καλημέρα.
Πραγματικά αν κάποιοι ανεγκέφαλοι δεν αντέχουν/εκτιμούν την δουλειά και τον κόπο των νέων ηθοποιών να ακολουθήσουν της εντολές ενός σκηνοθέτη τότε μάλλον δεν μπορούν να εκτιμήσουν το ίδιο τους το είναι, και εμείς δεν φταίμε τίποτα να ακούμε τα ηλίθια σχόλιά τους.
Η παράσταση πραγματικά δεν σε έκανε μέρος της, παρόλο που είχε κάποια καλά σημεία π.χ. η ερμηνεία της Μουτούση, όσο και αν είναι εκτός σκηνοθετικής επάρκειας το να κάνεις την Άτοσσα και παράλληλα να περπατάς με τακούνι σαν διευθύντρια σε αίθουσα παρουσιάσεων.
“Είδαμε τους ΠΕΡΣΕΣ πίσω απο μισόκλειστες …περσίδες”
@ Παναγιώτης
Πολύ εύστοχη η εικόνα σου με τις μισόκλειστες… περσίδες. Ναί, είχε καλά σημεία η παράσταση. Αλλά ως σύνολο το πράγμα έπασχε… Το ακούω διαρκώς και από άλλους φίλους που την είδαν. Και κυρίως από φίλους που δεν αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπίσουν κάτι… Εγώ είμαι με τους ηθοποιούς, έτσι και αλλιώς… και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι οι ηθοποιοί εκτιμούν πάντοτε τον σχολιασμό και τις παρατηρήσεις για την παράσταση που δούλεψαν. Πέρα από αποδοχή ή πιο κριτική τοποθέτηση, πιστεύω ότι όσοι ηθοποιοί αγαπούν τη δουλειά τους θέλουν να γίνουν καλύτεροι, να σκεφτούν, και να τροφοδοτηθούν από όσα πήραν εκείνοι που ήταν παρόντες στην παράσταση. Και καταλαβαίνεις ότι δεν εννοώ όλους αυτούς που εκφράζουν μόνο θαυμασμό και εγκώμια…
Είδα χθες την παράσταση στην Κέρκυρα.
Μια σπουδαία παράσταση, μια μεγάλη παράσταση.
Συγχαρητήρια στους συντελεστές.
Αντιλαμβάνομαι γιατί ο Γκότσεφ απέσπασε διθυράμβους στη Γερμανία (μια χώρα που ίσως γνωρίζει και εκτιμά καλύτερα τον Αισχύλο από εμάς).
Λυπάμαι αφάντα που οι σύγχρονοι Έλληνες δεν έχουμε μάθει να προσλαμβάνουμε τα μηνύματα αλλά μένουμε στον αφρό…
Κρίμα….