Ὁ καθένας μας ποὺ ἔχει ταξιδέψει στὸν Ἄθωνα ἔχει τὸ δικό του Ἅγιον Ὅρος καὶ μία γεύση Ὀρθοδοξίας ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς πόλης. Ὁ Νίκος Βέλμος, φίλος τῆς νιότης τοῦ Κόντογλου καὶ τοῦ Στρατῆ Δούκα, ἀνέβηκε καὶ γνώρισε τὸ Ὄρος τὸ 1926, τότε ποὺ ἀνακάλυπτε ἡ γενιά του κρίκους μὲ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, τὴ λαϊκότητα καὶ τὴ μαγεία τῆς φύσης, μακριὰ ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῶν ἄστεων. Οἱ περιγραφὲς τοῦ Βέλμου μοιάζουν σὲ ἀρκετὰ σημεῖα μὲ ὅσα ἔχω νιώσει κι ἐγὼ στὶς κατὰ καιροὺς περιοδεῖες μου.
[…] Καβαλήσαμε δυὸ μουλάρια, ποὺ τά ᾽χε ἕνας ἄνθρωπος μικρόσωμος, πού ᾽μοιαζε μὲ ξανθιὰ γυναίκα περασμένη, μακροπρόσωπη καὶ φαλακρή. Μπρός μας γιὰ ὁδηγὸ εἴχαμε ἕνα τόσο δὰ κασιδιάρικο σκυλάκι, ποὺ ἀνακατευόταν σ᾽ ὅλα‧ μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας καὶ στὶς συμφωνίες πού ᾽κανε τ᾽ ἀφεντικό του μὲ τὸν κόσμο.
Κινήσαμε ἀκρογιαλιὰ ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσα ἀπὸ δεντράκια πού ᾽χαν πολὺ σκοῦρα καὶ πολὺ χοντρὰ τὰ φύλλα σὰν τῆς βελανιδιᾶς, καὶ σὲ λίγο βρεθήκαμε πάνω ἀπὸ ἕνα θεόρατο γκρεμνό.
Ἄρχισα νὰ τὰ χάνω! Ὧς κι ἡ ἀνάσα μοῦ ᾽φταιγε καὶ τὸ μάτι του ξεκολλημὸ δὲν εἶχε ἀπ᾽ τὰ πόδια τοῦ μουλαριοῦ, ποὺ περπατοῦσε τσάτρα πατρα πάνω στὰ ζεστὰ καὶ γλιστερὰ καλντερίμια.
Τὸ τὶ γινόταν γύρω μου, στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸ δῶ! Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι πὼς ὅταν φάνηκε ἕνα σπίτι ἄρχισα νὰ παίρνω ἀπάνω μου.
Δίχως νὰ τὸ περιμένω βρεθήκαμε σ᾽ ἕνα μισοϊσοδεπωμένο μέρος ποὺ ἀπ᾽ αὐτὸ φαινόντουσαν τ᾽ ἀπότομα γκρεμνὰ ποὺ ἀνεβήκαμε πιὸ τρομαχτικά. Ἔστριψα τὸ κεφάλι μου γιὰ νὰ μὴ τὰ βλέπω καὶ κατέβηκα ἀπ᾽ τὸ ζό.
Μπρός μου στεκόταν ἕνας γέρος, χλομὸς καὶ ψηλόλιγνος μὲ σβησμένα γαλανὰ μάτια, ποὺ ἂν δὲν χαμογελοῦσε, σίγουρα θὰ πίστευα πὼς εἶναι κανένας ἀπὸ κείνους τοὺς ἀμίλητους ἁγίους, πού ᾽δα στὸ ἱερὸ κάποιου ρημοκλησιοῦ τοῦ Ὑμηττοῦ. Τὸ χαμόγελό του μὲ συνέφερε κι εἶπα κάτι.
-Μὲ λένε Σεβεριανὸ κι εἶμαι ἀπ᾽ τὴν Τῆνο. Ἐλᾶτε μέσα.
Μιλοῦσε ἄψυχα σὰν ἄρρωστος κι ἡ φωνή του, ποὺ θαρροῦσε πὼς τὴν ἄκουγες νά ῤχεται ἀπ᾽ τὴν ἄκρη μιᾶς ὑγρῆς καὶ πολὺ μακριᾶς καμάρας, ταίριαζε τόσο μὲ τὴ μορφή του.
-Θὰ γυρίσουμε σὲ μέρες, συμπαθῆστε μας, ἡ ὥρα δὲ μᾶς παίρνει. Συμπαθῆστε μας. Νὰ πιοῦμε λίγο νερό…
Ἐδῶ πάνω θά ᾽ν᾽ὡραῖα γιὰ κείνους πού ᾽χουν συνηθίσει τὸ μέρος;
Καὶ σὲ λίγο:
-Εἶναι ἔτσι σὰν καὶ σᾶς ὅλοι οἱ καλόγεροι;
Χαμογέλασε, ὄχι γιατὶ τὸ παραδέχτηκε ἢ καὶ γιὰ νὰ ξεφύγει μιὰν ἀπόκριση μὰ γιατὶ παραξενεύτηκε μὲ τὴν ἐρώτησή μου.
Μὰ ὑπάρχουν, λοιπόν, ἀκόμα ἄνθρωποι μέσα στὴν πλάση ποὺ ἡ συνήθεια καὶ τὰ γηρατειὰ δὲν τοὺς προστυχεύουν τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ κι ὅπου μποροῦνε ἀκόμα νὰ σπαρταροῦνε σὰ μικρὰ παιδιὰ σ᾽ ἀγνώστους, σὲ ξένους; Νά ᾽ναι τόσο γλυκιὰ καὶ γιὰ τὸν ἐρημίτη ἡ νοσταλγία τῆς δυστυχίας ποὺ φωλιάζει ἐκεῖ ποὺ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον;
-Εἶναι τόσο γλυκιά!
Ὁ ἅγιος πρόσταξε καὶ μᾶς ἔφερε κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐλιὰ ποὺ καθίσαμε κρασὶ μαῦρο, καφέδες καὶ φροῦτα κι ἀφοῦ μᾶς ἐξέτασε δίχως ν᾽ ἀποφανθεῖ διόλου, κάθισε κοντά μας ἄφωνος λὲς καὶ γιὰ νὰ προσέξει κάθε λέξη μας καὶ κάθε κίνησή μας. Ἔλεγες πὼς ἡ σκιὰ τ᾽ ἀνθρώπου τὸν τρόμαζε, γιὰ δαῦτο καὶ φερνόταν ἔτσι. […]
Τελειωμὸ δὲν εἶχε ὁ δρόμος μὰ οὔτε κι ἡ σιωπὴ τέλος. Ὅλα στέκαν ἀκίνητα καὶ μεῖς ποὺ περπατούσαμε θαρροῦσες πὼς δὲν αἰστανόμαστε τὴν περπατηξιά μας. Πόση δροσεράδα μὰ καὶ πόση μελαγχολία σ᾽ ὅλα, ὣς καὶ στὸ κάθε φυλλαράκι. Σίγουρα τὸ βασίλειο τῆς σιωπῆς καὶ τῆς κάθε ὀμορφιᾶς ἐδῶ ᾽ναι!
Πρὶν καλοσβήσουν τ᾽ ἄστρα ξύπνησα καὶ πρὶν λαλήσει ὁ πετεινὸς ἤμουν στὸ πόδι καὶ χάζευα τὸ σκοτάδι ποὺ μένα τὸ φοβιτσιάρη δὲ μὲ φόβιζε τούτη τὴ φορά. Μά, πρὶν προφτάσω νὰ χαρῶ τοῦτο τὸν ξεφοβισμό μου, τά ᾽χασα γιατί, ἔτσι ποὺ ἤμουνα ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ χαγιάτι, ἄρχισα νὰ βλέπω σκιὲς ν᾽ ἀνεβοκατεβαίνουν μέσα στὸ χάος, νά ᾽ρχονται πρὸς ἐμένα δίχως ὁλότελα νὰ μὲ ζυγώνουνε καὶ νὰ σβήνουν κάτι φλόγες ποὺ πετοῦσαν καὶ ποὺ ὅλο ἀνάβανε τρεμουλιαστά, λὲς καὶ φοβόντουσαν τοὺς ἤχους μιᾶς κουφῆς καμπάνας ποὺ σίγουρα κάνα χέρι ἀόρατο τὴν χτυποῦσε.
Καὶ νά ἡ καμπάνα πού ᾽παψε καὶ νά κι οἱ σκιὲς μὲ μιᾶς πληθύναν καὶ σβήσαν τὸ σκοτάδι μὲ τὴ μαυρίλα τους καὶ τ᾽ ἄστρα μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ νά κι ἐγώ, δίχως νὰ τὸ νιώσω, βρέθηκα ψηλὰ νὰ πετῶ μαζί τους μὲς στὸ χάος δίχως καρδιὰ καὶ δίχως νοῦ, ζωντανός, γιατὶ καὶ πεθαμένος, ἀλαφρὺς σὰν πνοή, σὰν καπνός!
-Ὤ, πόσα καὶ πόσα ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ποτέ του δὲν τὰ περιμένει…
-Ὄχι πιὸ πέρα… ὄχι πιὸ κάτω… Στὸν τάφο ζοῦν οἱ πεθαμένοι τέτοιες ὧρες… Γιὰ τὴ ζωὴ μ᾽ ἀρέσει νὰ χαθῶ καὶ δὲ μὲ νοιάζει ὁ πόνος.
Ἀργές, σιγανές, νεκρώσιμες ψαλμωδίες ἀρχίσανε, ποὺ λὲς καὶ ξεπροβοδίζανε στὸν ἄλλο κόσμο μαζὶ μὲ μένα κι αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ τόσο τὸν μισοῦνε μὰ καὶ ποὺ τόσο τὸν ἀγαποῦνε οἱ ἄνθρωποι. Πῆγα νὰ ριζωθῶ στὸν τοῖχο, γιατὶ πάλι ξαναβρέθηκα μέσα στὸ χάος, μὰ τούτη τὴ φορὰ ἀλλιῶς. Θαρροῦσε πὼς ὅλο ἔπεφτα ἀπὸ κάστρα, ἀπ᾽ τὰ γκρεμνὰ ποὺ πέρασα κι ἀπὸ τὸν Ἄθωνα.
-Ἂ κι οἱ ἀνατριχίλες θὰ σχίζουν τὴν καρδιά.
Οἱ ψαλμωδίες πάψανε κι ἡ σιωπὴ ποὺ τὶς ἀκλουθοῦσε -καὶ ποὺ λὲς πὼς ἦταν ἀντίλογος σιωπῆς- ἄρχισε μαζεμένες νὰ τὶς ἀγκαλιάζει, μ᾽ αὐτὲς μαζεμένες ξεφεύγανε κι ἀνεβοκατεβαίνανε μέσα στὸ σκοτάδι, σηκώνοντας καὶ σπρώχνοντας καὶ διώχνοντας ἡ μιὰ τὴν ἄλλη.
Ἦταν μέρα πιὰ ὅταν βρέθηκα στὴν ἀπέραντη αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς. Κι ὅμως γύρω δὲν ἔβλεπες ἄλλον ἀπὸ κεῖνο τὸν ἀμίλητο ἀράπη ποὺ στέκεται ἐκεῖ ψηλά, αἰῶνες τώρα, πλάι στὸ ρολόι καὶ τὴν φυσάει. Μὰ οὔτε καὶ σκιὰ ἀπ᾽ τὸ φῶς δὲν ἔβλεπες πίσω ἀπ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀμέτρητα παραθύρια καὶ μέσα σ᾽ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀτέλειωτους διαδρόμους τοῦ μοναστηριοῦ.
Στυλώθηκα σ᾽ ἕνα τοῖχο κι ἄρχισα νὰ χαζεύω τὶς πολύχρωμες φιγοῦρες.
Κάποιος σκυφτὸς κι ἔγκωμος καλόγερος, ποὺ στὰ δάχτυλα τοῦ κρεμασμένου του χεριοῦ εἶχε περασμένο ἕνα χαλκὰ μὲ κάτι μεγάλα κλειδιά, ξεπρόβαλλε ἀπὸ πέρα καὶ ζωήρεψε ὅλο κεῖνο τὸ μέρος. Δίχως νὰ βλέπει κὰν μπροστά του σίμωσε στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ τὴν ἄνοιξε καὶ χάθηκε στὸ σκοτάδι, ποὺ πιὸ πολὺ τὸ πλήθαινε ἕνα φῶς ὅπου πετοῦσε μέσα σ᾽ αὐτὸ παρὰ ποὺ τὸ λιγόστευε.
Πέρασα δυὸ ζωγραφιστὲς στοὲς καὶ στάθηκα σὰ μάρμαρο στὴν πόρτα της. Ὁ καλόγερος ἄρχισε ν᾽ ἀνάβει τὰ καντήλια ἑνὸς πολυελαίου πού ᾽χε τὸ ἴδιο φάρδος τοῦ θόλου καὶ ποὺ γύρω-γύρω του κρεμόντουσαν ἀμέτρητα εἰκονισματάκια πού ᾽χαν ὅλα τὸ ἴδιο σχῆμα.
Τὸ φῶς ἄλλαζε λίγο λίγο καὶ πλήθαινε. Κι ὅσο πλήθαινε κι ἄλλαζε τόσο ἀλλιώτικη γινότανε ἡ ἐκκλησιά. Τὸ τὶ ἔκανε κεῖ μέσα δὲ λέγεται. Μὰ οὔτε καὶ λέγονται τὰ μύρια χρώματά του. Ποτὲς στὸν ὕπνο μου καὶ στὸν ξύπνιο μου δὲ φαντάστηκα τὰ πράματα πού ᾽δα κεῖ μέσα. Μά, κι οὔτε ποτὲς θὰ μποροῦσα νὰ τὰ μάθω, νὰ τὰ θυμηθῶ κι ἂν ἀκόμα τά ᾽βλεπα κάθε μέρα. Ἄ, τὸ λέω‧ ἐκεῖ μέσα πρωτόνιωσα βαθιὰ τὸ τὶ θὰ πεῖ κεῖνο ποὺ μισοῦσα, μὰ καὶ κεῖ μέσα τόσο κατάλαβα τὴ μικρότητά μου, ποὺ ἀπὸ φόβο μὴ μικρύνω πιὸ πολὺ μαζεύτηκα καὶ βγῆκα ὄξω. Τὸ παραμικρὸ μπορεῖ ν᾽ ἀλλάξει τὸν καθένα. Στὴ στιγμὴ δὲ βγάζεις μέσα ἀπ᾽ τὸ νοῦ σου ὁράματα ποὺ σὲ κάνουνε νᾶ τᾶ χάσεις. […]
Ἐδῶ ᾽μαι σὰν ἐρωτευμένος μὰ σὰν ἐρωτευμένος ποὺ βλέπει ὅ,τι θέλει κι ὅ,τι φαντάζεται καὶ ποὺ ξεχνᾶ, ξεχνᾶ, ξεχνᾶ. Κι ὅ,τι ξαναθυμᾶται, τὸ θυμᾶται ἀλλιῶς. Ἐδῶ πού ᾽μαι τὸ κοράκι εἶν᾽ ἀγαπητὸ σὰν τὸ περιστέρι καὶ τὸ ψωμοτύρι τὸ χαίρομαι σὰν κανένα πλουσιοπάροχο γεῦμα. Χαμηλὰ στὴ ρεματιὰ καὶ ψηλότερα ἀπ᾽ τὶς χῶρες τόσα μέτρα!… Ὤ, κανένας ἀπὸ κεῖ δὲ μὲ φτάνει. […]
Μᾶς ἄρεσε καὶ τῶν δυονῶν νὰ ξυπνᾶμε νύχτα, νὰ γυρίζουμε στὰ δεντροφορτωμένα βουνὰ καὶ στὶς ἀπόκρυφες ρεματιές νὰ μαζεύουμε ξύλα, νᾶ κουραζόμαστε καὶ νὰ ξαπλωνόμαστε καί, γλυκουρασμένοι καὶ χαρούμενοι, νὰ γυρίζουμε στὴ φωλιά μας ἔτσι σὰ νὰ μᾶς χαρίσανε ἢ σὰ νὰ κερδίσαμε κάτι. Κι ὕστερα ἀπ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ μᾶς ἄρεσε νὰ τρέχουμε βιαστικοὶ στὸ ψάρεμα λὲς κι αὐτή ᾽ταν ἡ μόνη δουλειά μας καὶ κεῖ, παίζοντας μὲ τὴ χαρούμενη θάλασσα, νὰ ξεχνᾶμε τὴν κάψα τοῦ ἥλιου σὰν τὰ πολὺ μικρὰ παιδιά, μὰ κι ὅλα, ὅλα νὰ τὰ ξεχνᾶμε‧ ὣς καὶ τὸν ἑαυτό μας. Κι ὅταν τελειὠναμε ἀπὸ κεῖ πηγαίναμε πάλι στὸ σπιτάκι, ἀνασκουμπωμένοι καὶ χαρούμενοι, νὰ καταπιαστοῦμε μὲ τὴ φωτιά, μὲ τὶς κατσαρόλες, μὲ τοῦτα καὶ μὲ κεῖνα, βιαστικοὶ γιὰ νὰ μὴν ἀργήσουμε, λὲς καὶ περιμέναμε ξένους, λὲς κι εἴχαμε γιορτὴ κι ἀκόμα λὲς καὶ προσμέναμε τὰ κουρασμένα παιδιά μας ἢ τὰ ἐγγόνια μας.
Ἀληθινὰ εἶναι τὸ μόνο ὡραῖο πράμα ἡ ἐρημιὰ γιὰ τὸ δυστυχισμένο καὶ τὸ μόνο ποὺ κάνει ὣς καὶ τὴ δουλειὰ ἀγαῆτὴ καὶ τὴ νοσταλγία συμπόνια. […]
Νά καὶ σκοτείνιασε. Πόσοι ἀθρῶποι αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀπ᾽ τὴν πολλὴ κούραση κι ἀπ᾽ τὴ μεγάλη ἀνέχεια, ἀγανακτοῦνε‧ μὰ καὶ πόσοι ἀπελπίζονται γιατὶ ξέρουν πὼς ἡ νύχτα βαστάει λίγο… Καλέ μου Θεέ, κάνε καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους ἀτέλειωτη τὴ νύχτα μιὰ ποὺ μισήσανε τὸ πιὸ ὡραῖο εὕρημά σου τὴν ἡμέρα. […]
Ἕνα φύλλο νὰ πέσει κάτω θ᾽ ἀκουστεῖ κι ὁ θόρυβος τῆς νύχτας καὶ τῆς φωτιᾶς εἶναι τέτοιος ποὺ λὲς πὼς ἔρχεται ἀπ᾽ ἀλλοῦ ἢ πὼς εἶναι ἀπ᾽ τῆς σιωπῆς τὴ σιωπή! […]
Κάποιο κυπαρίσσι, ποὺ ὁ Θεὸς ξέρει πὼς φύτρωσε ἐκεῖ πέρα, παίζει στὸ σύννεφο μὲ τὴ μυτίτσα του καὶ μιὰ τὸ σκίζει καὶ φαίνεται ὁλοζώντανη ἡ σχισμάδα του καὶ μιὰ τὸ ξεθωριάζει λιγάκι. Σὰν ξεπιτούτου θαρρεῖς πὼς εἶναι κεὶ ποὺ βρίσκεται. Κι ἀκόμα μπορεῖ νὰ πεὶ κανένας πὼς τώρα δὰ φύτρωσε σ᾽ αὐτὴ τὴ θέση ἢ καὶ πὼς ἔμεινε ἐκεῖ σύξυλο καθὼς περνοῦσε. Τυχερὸς εἶναι κεῖνος ποὺ τοῦ λαχαίνουν στὸ δρόμο του κάτι τέτοια, μὰ πιὸ τυχερὸς κεῖνος ποὺ μπορεῖ καὶ βρίσκει, ἀνάμεσα στὶς ἄπειρες ὀμορφιὲς τῆς φύσης, τὴν ὀμορφύτερή της. Σὲ κάθε βῆμα κάτι νέο κι ὡραῖο. Σ᾽ ἕναν ἀτέλειωτο δρόμο πόσα νέα κι ὡραῖα πράματα γιὰ ὅποιον ἔχει ὀρεχτάτη ψυχή. Ἡ φύση μᾶς φέρνει στὴν τέχνη κι ἡ τέχνη σὲ μιὰν ἄλλη τέχνη μᾶς ἀνεβάζει ποὺ μ᾽ αὐτὴ μαθαίνεται ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς, ἡ ἀληθινὴ χαρά, ποὺ ἀσυνείδητα τὴν γυρεύουν ὣς κι οἱ ἄμαθοι ὣς κι οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί.
Ἡ ἀληθινὴ χαρά! Γι᾽ αὐτῆνε δὲν ὑπάρχει οὔτε τὸ σήμερα μὰ οὔτε κι ὁ θάνατος τῆς ζωῆς. Μονάχα ἡ ζωὴ τοῦ αὔριο γι᾽ αὐτῆνε ὑπάρχει! Ἡ ἀληθινὴ χαρά! […]
Σταθήκαμε σὲ μιὰ σκήτη ποὺ γύρω γύρω στὴ σκεπή της εἶχαν χτισμένες τὶς φωλιές τους τὰ πουλιά. Στὴν πόρτα της ἕνας κόκορας ἔβοσκε καὶ παρακεῖ ἕνα μουλάρι. Μέσα στὸ τζάκι κάποιος γέρος κάτι σκάλιζε στὴ φωτιὰ καὶ πιὸ κεῖ ἕνα μαγκάλι στρίγκλιζε καὶ γουργούριζε. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων πέφτανε καὶ τὰ φύλλα τοῦ κισσοῦ κεντούσανε ἕνα τοῖχο τῆς σκήτης. Στὴν κουφάλα τοῦ πλάτανου εἶχε στριμωχτεῖ ἕνας καλόγερος καὶ κάτι πασπάτευε! Ὁ οὐρανὸς ἀπὸ πάνω του χαιρόταν μ᾽ ἕνα σύννεφο ποὺ ἀπ᾽ τὴν ἄκρια του χαμογελοῦσε ὁ ἥλιος. Τί τρομερό! […]
Εἶναι τόσο ἥσυχη ἡ θάλασσα ποὺ ὅποιος θὰ τὴν ἀντικρίσει γιὰ πρώτη φορὰ σίγουρα θὰ ξεγελαστεῖ καὶ θὰ κάνει νὰ τὴν περπατήσει… κι ἄλλος θὰ βουτήξει σ᾽ αὐτὴ γιὰ νὰ ζήσει μαζὶ μ᾽ ὅ,τι ἄυλο καὶ ζωντανὸ ζεῖ μέσα της. […]
Ὦ ἄγνωστε γεννήτορα τῆς πλάσης, γιατὶ μᾶς ἔριξες ἔτσι, χωρὶς σκοπό, μέσα σὲ μιὰ τόσο ἄστατη μὰ καὶ τόσο βαθιὰ ὀμορφιά; Καὶ γιατὶ, μιὰ ποὺ μᾶς ἔριξες, δὲ μᾶς ἀφήνεις νὰ ζήσουμε ὀνειρεμένα, ὅπως ζοῦνε γύρω μας ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τά ᾽χουμε γι᾽ ἀναίσθητα;