Σα να έρριξαν λάδι στη φωτιά οι τρεις που τόλμησαν να εκφράσουν ανοιχτά τις ανησυχίες τους μετά τη διακοπή της πρεμιέρας στο Εθνικό με το έργο του Κολτές Ρομπέρτο Τσούκο. Ο Απόστολος Δοξιάδης, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος και ο Πέτρος Μάρκαρης (ο άνθρωπος που μας έχει εξοικειώσει με τη γραφή και το πνεύμα του Μπρεχτ), ένωσαν τις φωνές τους στο άρθρο Η «πολιτιστική επανάσταση», παραμονή Χριστουγέννων, μια μέρα μετά, αφού είχε βγει στη δημοσιότητα το κείμενο που υπέγραφαν κυρίως ηθοποιοί που καλούσαν για εξέγερση (Ελευθεροτυπία, 23 Δεκεμβρίου).
«Ας βγούμε όλοι στους δρόμους»
Το κείμενο των ηθοποιὠν διακρίνεται για τον συναισθηματικό του τόνο, και δηλώνει τη συμπαράσταση στους νέους που κατεβαίνουν στον δρόμο για ένα καλύτερο αύριο. Και δεν θα δίσταζα να συνυπογράψω την έκκληση: «Ας αντισταθούμε στην καταστολή και την ύπνωση, στη βία της εξουσίας.» Αρνούμαι, ωστόσο, να δω απέναντί μου έναν κακό εχθρό. Κι ας ονομάζεται «κράτος» ἠ όπως θέλει κανείς, φτάνει να είναι κάποιος άλλος που έχει την ευθύνη για τα χάλια μας, εκτός από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αντιγράφω όσα διαβάζω εδώ:
«Ας μιλήσουμε για αυτά που μας καταπιέζουν, ας μιλήσουμε για τα όνειρά μας. Οι μεγαλύτεροι εχθροί είναι ο φόβος και η αναβολή. Απαιτούμε σεβασμό και αξιοπρέπεια, κοινωνικό κράτος, κράτος παιδείας και πολιτισμού. Δεν ανεχόμαστε άλλο την παρακμή, τη μιζέρια, τη διαπλοκή, την αδικία, την περιφρόνηση, την αλαζονεία, την εξουσιομανία, τη γελοιότητα. Δεν ανεχόμαστε άλλο να μας διαχειρίζονται ως προσωπική τους περιουσία. Ας μιλήσουμε. Ας μιλήσουμε στην οικογένειά μας, στους φίλους μας, στη δουλειά μας. Ας μιλήσουμε στους δρόμους. Ας βγούμε όλοι στους δρόμους».
Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό που οι άνθρωποι που ασχολούνται έμπρακτα με την τέχνη του θεάτρου δείχνουν μια τόσο μαχητική στάση και προτρέπουν για διεκδίκηση ενός κοινωνικού κράτους, μιλούν για παιδεία και πολιτισμό. Από την άλλη αναρωτιέμαι τι νόημα έχουν όλες αυτές οι διακηρύξεις που κρύβουν μέσα τους έναν ιεροκήρυκα που θέλει να πείσει κυρίως με τα λόγια παρἀ με το παράδειγμα. Γιατί πιστεύω ότι η ζωή σήμερα, και οι άνθρωποι, αναμένουν το παράδειγμα μἐσα από την αυτοκριτική. Ούτε σοφίες, ούτε πολιτικά προγράμματα. Αλλά πράξεις. Από πρόσωπα που είναι δημόσια, όπως και οι καλλιτέχνες. Και εγώ, δεν αρνούμαι ότι και ο λόγος είναι πράξη. Το να μιλήσει κανείς, είναι μια λυτρωτική πράξη. Απλά, δεν αντέχω να ακούω να μιλούν άνθρωποι κατά της εξουσίας όταν οι ίδιοι χρησιμοποιούν όχι μόνο, ενδεχομένως, το χρήμα του δημοσίου από επιχορηγήσεις αλλά εκμεταλλεύονται έξυπνα και την εξουσία των μαζικών μέσων (επίσημα μήντια ή φρη πρες πουσάρουν το ίδιο μια χαρά) για να προβάλουν τη δουλειά τους, δηλαδή μιλούν από μια ασφάλεια που τους παρέχει το σύστημα, ακολουθώντας τη λεωφόρο που θα τους φέρει στη δόξα και την επιτυχία, και όχι μάλλον τη στενή οδό που είναι πιο μοναχικἠ και δυσκολοδιάβατη.
Ο λογισμός μου
Να πω ακόμη ότι οι υποκριτικές οιμωγές υποβαθμίζουν όποια αλήθεια μπορεί να κρύβει ένα ζέον μήνυμα, εφόσον σε διαχειρίζεται κάποιος ως προσωπική του περιουσία επειδή του επιτρέπεις να σε αντιμετωπίσει ως κάτι τέτοιο.
Οφείλω, όμως, να πω τον λογισμό που με κατακλύζει ότι δηλαδή, είναι πολλοί που σε κινητοποιήσεις που διαθέτουν το άρωμα του αυθορμητισμού (κι εδώ, η μεγάλη έκπληξη ήταν η ενεργητική συμμετοχή εφήβων στις μεγάλες συγκεντρώσεις) ανακαλύπτουν ένα ρεύμα που θα καλύψει τα κενά τους, γκόμενες ιδεολογικά άστεγες βρίσκουν μια άκρη ή φρικιά που αναζητούν δικαίωση στην καθημερινότητα που έχουν κτίσει, αντλούν νόημα για προσωπικές επιλογές και στάσεις ζωής. Ίσως για αυτόν τον λόγο, αναγνωρίζω στις εκδηλώσεις των νέων παιδιών ένα τελετουργικό μύησης, ένα πέρασμα στην ενηλικίωση μέσα από ένα αγωνιστικό παιχνίδι, με στόχους, όχι πάντα σαφείς, αλλά σίγουρα με καλούς και κακούς.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι από τέτοιες μαζικές εκδηλώσεις είναι σίγουρα οι πολιτικοί που θα μπορέσουν να διατυπώσουν τα αιτήματα που αναφύονται. Κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό σήμερα. Μάλλον περισσότερο φανερό είναι ότι καλλιτέχνες που κρύβουν μέσα τους έναν ηγέτη θα προσπαθήσουν να σφετεριστούν ευαισθησίες και οράματα για να αναδειχτούν, σε έναν περιορισμένο κύκλο, ως μια πρωτοπορία που εκφράζει αυτό το νέο ρεὐμα.
Εδώ, κλείνει ο λογισμός, που μάλλον είναι σατανικός. Για αυτό ας μη ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Φαρσική εκδοχή
Η μετρημένη, αν και φορτισμένη, δημοσίευση των τριών λογοτεχνών που χαρακτηρίζει ως φαρσική εκδοχή την εισβολή στην πρεμιέρα του Εθνικού, εκείνων των καταστροφών που είχαν προηγηθεί (σε σπίτια, σχολεία, πανεπιστήμια, γραφεία και μαγαζιά), μιλάει για την αδράνεια και την ανικανότητα των πολιτικών να αντιδράσουν στην αμφισβήτηση της δημοκρατίας σε όσους «επιτίθενται με τυφλή βία στα δικαιώματα των πολιτών και στις αρχές της κοινής μας ζωής». Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τα λεγόμενά τους στην ανάγκη να υπάρχει σεβασμός στο κοινό αίσθημα αλλά και στο λειτούργημα της τέχνης, καθώς και στην υποχρέωση που έχουν όσοι είναι ψηλά να καταγγέλουν το αίσχος της βίας .
Είναι ακριβώς αυτό που με απασχόλησε από την αρχή των γεγονότων για τη χρήση της βίας, παραβιάζοντας δικαιώματα, ενώ την ίδια στιγμή αυτοί που εξασκούν τη βία διεκδικούν το δικαίωμα να μη χρησιμοποιείται βία εις βάρος τους. Μάλιστα, ο Δημήτρης Ρηγόπουλος αναφερόμενος στην Καθημερινή για τα γεγονότα και την πρωτοβουλία των τριών είπε ότι εκδηλώθηκε όταν «κάθε πρωτοβουλία εκ μέρους του νεολαιίστικου/αντιεξουσιαστικού/φοιτητικού κινήματος μοιάζει a priori καθαγιασμένη στα νερά μιας θολής ‘επαναστατικότητας’».
Αντιγράφω από το κείμενο των ηθοποιών:
Αν εμείς οι άνθρωποί της ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα «επαναστατημένων» νεαρών να μαγαρίζει ανενόχλητη την Ακρόπολη ή να διακόπτει μια θεατρική παράσταση βρίζοντας το κοινό και γράφοντας με σπρέι στο καινούργιο, καθαρό φουαγιέ του Εθνικού το ναζιστικής υφής σύνθημα «σκατά στους κουλτουριάρηδες»(!), τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και τι θα σκεφτόμαστε; Πού μπαίνει το όριο σε αυτή την κωμικοτραγική «πολιτιστική επανάσταση» των απολίτιστων; (Παρεμπιπτόντως, τους οργισμένους νεαρούς τους προσέβαλαν αποκλειστικά οι θεατρικές παραστάσεις ποιότητας, που παίζονται στα αφύλακτα, ταλαίπωρα θέατρά μας. Ούτε στα μπουζουκζίδικα με τους μπράβους τους προσπάθησαν να «παρέμβουν», ούτε στα ποδοσφαιρικά ματς, προφανώς επειδή αυτά είναι υπεράνω κάθε υποψίας «κουλτούρας»).
Θέλω, λοιπόν, να επαυξήσω και να υπογραμμίσω τη λάθος επιλογή να γίνουν εισβολές σε θέατρα, σε κατ᾽ εξοχήν δηλαδή χώρους ελεύθερης έκφρασης του ανθρώπινου νου και της φαντασίας.
Ποιοι, όμως, είναι αυτοί που επιτίθενται στους ανύποπτους θεατές αλλά και στους ηθοποιούς; Μια φίλη που έτυχε σε μια τέτοια εισβολή νεαρών στο «Μικρό Παλλάς» νόμισε ότι η εμφάνιση ήταν μέρος της παράστασης. Όταν συνειδητοποίησε ότι είναι κάτι από έξω, μου εξομολογήθηκε ότι φοβήθηκε. Και ότι χειροκρότησε αυτή, όπως και οι άλλοι, από φόβο. Γιατί δεν γνώριζαν τι τους επιφύλασσε η συνέχεια. Και μου πρόσθεσε: «Ένιωσα σα να μπαίνουν στο σπίτι μου». Και τότε, πάγωσα. Για εκείνην το θέατρο, εκείνη τη στιγμή ήταν ένα άσυλο, που το παραβίαζαν κάποιοι που έκαναν την επανάστασή τους, προς ποιους πάλι, ξανασκέφτομαι… στους αστούς; υλοποιώντας αυτό το σύνθημα που διάβασα σε τοίχο «τρέμετε αστοί»;
Το φάντασμα του εμφυλίου
Όλα αυτά σκεφτόμουν αποχαιρετώντας το 2008, όταν διάβασα το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου «Ένα φάντασμα ανησυχητικό…», που φωτίζει πολλά από τα δρώμενα των ημερών. Εδώ, ξεκινώντας από το σύνθημα «Πόλεμος, πόλεμος. Ενας πόλεμος είναι εφικτός. Πόλεμος εμφύλιος, κομμουνιστικός», υποστηρίζεται ότι ένας εμφύλιος πόλεμος είναι και σήμερα εφικτός, διεισδύοντας στην ουσία των πραγμάτων, και μιλώντας για εκείνα τα οποία έγιναν στην αρχή λάθος και «μέσα από επιλογές που ροκάνισαν εκ των ένδον τόσο την ανάπτυξη όσο και τον εκδημοκρατισμό».
Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά είχαμε τη ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα σε μια ειρηνική συνύπαρξη:
Οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η ταραγμένη, παρασυνταγματική και θεσμικά χωλή δημοκρατία της δεκαετίας του 1960, όπως και η χουντική λαίλαπα της δεκαετίας του 1970 τέλειωσαν οριστικά στη μεταπολίτευση και οι νεώτερες γενιές της ελληνικής κοινωνίας (της δικής μου συμπεριλαμβανομένης) μεγάλωσαν σε ένα ασκίαστο πολιτικό πλαίσιο, που φάνηκε να στερεώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς, να εγγυάται την οικονομική ανάπτυξη (όπως είναι δυνατόν να εννοηθεί η ανάπτυξη σε μια χώρα με τα ιστορικά προηγούμενα της Ελλάδας), αλλά και να εξασφαλίζει όχι μια δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος (αυτό, σίγουρα, δεν συνέβη ποτέ), τουλάχιστον, όμως, την κατά μέσο όρο αύξησή του.
Ωστόσο, καιροφυλακτεί το φάντασμα του εμφυλίου, με τους καλούς και τους κακούς, εν τέλει μια μεσαιωνική αντίληψη που δεν μας εγκαταλείπει…
Είναι, νομίζω, πλέον σαφές πως όλα αυτά θα πρέπει να έγιναν εξ αρχής πολύ στραβά και μέσα από επιλογές που ροκάνισαν εκ των ένδον τόσο την ανάπτυξη όσο και τον εκδημοκρατισμό. Μια κοινωνία στην οποία αναπτύσσονται τόσο ισχυρές και κάθετες αντιθέσεις (από το τι οφείλει να γίνει στο πανεπιστήμιο μέχρι το πότε μπορούν να ανοίξουν τα εμπορικά καταστήματα), μια οικονομία η οποία κινδυνεύει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρά την ένταξή της στην προνομιακή Ευρωζώνη κι ένα κράτος το οποίο είναι ανίκανο να λειτουργήσει τη δημόσια διοίκηση (και δεν αναφέρομαι μόνο στα σκάνδαλα) δεν είναι, όπως κι αν το λογαριάσουμε, φαινόμενα που γεννήθηκαν χθες: προδίδουν αδράνειες και ακυρότητες ετών (ετών που χρίστηκαν με άπειρο, απ’ ό,τι αποδεικνύεται, λούστρο): αδράνειες και ακυρότητες τόσο ασφυκτικές, ώστε να αποσπούν τον Εμφύλιο από το ιστορικό του λεξιλόγιο και να τον μετατρέπουν σε ζωντανό πολιτικό διακύβευμα. Ακόμη κι αν ο νέος Εμφύλιος είναι να μείνει μόνο στα χείλη ελαχίστων, το φάντασμα ενός ακήρυχτου πολέμου μας περιτριγυρίζει ανησυχητικά και μας ζητάει να σκεφτούμε ξανά και ξανά πάνω στη συλλογική μας μοίρα – όπως, ίσως, δεν το έχουμε δοκιμάσει ποτέ μέχρι τώρα.
Δεν μπορὠ να ξεχάσω ότι ζω σε μια δημοκρατία. Ούτε πως κι εγώ είμαι συν-υπεύθυνος για την εικόνα της. Και έτσι καλωσόρισα το 2009. Το δικαίωμα που έχω να μιλώ ελεύθερα είτε ως επαγγελματίας του λόγου είτε ως εραστής της γραφής, ανώνυμα, ψευδώνυμα ή και επώνυμα είναι κατάκτηση που οφείλεται σε καιρούς δύσκολους. Είναι αξιοσημείωτο, ότι τα θέατρα δεν σταμάτησαν έτσι ούτε στον καιρό της δικτατορίας. Και κάποιοι από αυτούς που αναγκάστηκαν τώρα να διακόψουν την παράστασή τους, ίσως θα το γνωρίζουν, εφόσον έπαιζαν μέσα στην επταετία.
Και όσοι καταφέρονται κατά της δημοκρατίας, χωρίς σύνεση, συγκινησιακά, για να μην πω μελοδραματικά, και επιπόλαια, χρησιμοποιώντας τα μάλα το face book, κινδυνεύουν να γίνουν γραφικοί εκπρόσωποι μιας παρατεταμένης εφηβείας που ακροβατεί μεταξύ αυτομίσους και αυτοθαυμασμού ή ενός μονολόγου που δεν έχει απέναντι κανέναν, ούτε καν εκείνον που τον λέει.
Like this:
Like Loading...