Tag Archives: βία

Αυτός ο κύκλος αίματος πρέπει να διακοπεί

Αντιγράφω από το εξαιρετικό ιστολόγιο Vlemma του Νίκου Ξυδάκη.

Κάθε εικοσιτετράωρο κι ένας νεκρός. Στο δρόμο, στο κέντρο, στην πρωτεύουσα. Κι η κοινωνία, σπαραγμένη, φοβισμένη, κατασυγχυσμένη, αποτραβιέται ακόμη βαθύτερα στο καβούκι της, όσο διάφορες ομάδες διεκδικούν σώματα και σορούς. (Μερικές σορούς δεν τις διεκδικεί κανείς, μένουν αταύτιστες στα ψυγεία. Με μια ανορθόγραφη ετικέτα.)

Ο Μανώλης Καντάρης δολοφονήθηκε λίγο προτού γεννηθεί το παιδί του. Ο Γιάννης Καυκάς κρατούσε ένα πανώ και βρέθηκε να χαροπαλεύει. Ο νεαρός από το Μπαγκλαντές έπεσε νεκρός από μαχαιριές αγνώστων. Βία εγκληματική, βία παρακρατική, βία φασιστική. Οι φονιάδες παραμένουν άγνωστοι, κυκλοφορούν ανάμεσά μας· κι είμαστε όλοι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι βυθισμένοι σ’ έναν δαιμονικό κύκλο βίας και μίσους, φόβου και μισαλλοδοξίας, εξαθλίωσης και αυτοδικίας. Και παράλογης διεκδίκησης νεκρών: κάθε φατρία διεκδικεί το αίμα ενός αθώου.

Αυτός ο κύκλος αίματος πρέπει να διακοπεί. Τώρα. Με ευθύνη της πολιτικής κοινωνίας και του δημοκρατικού κράτους, όσου έχει απομείνει, με ευθύνη κάθε έμφρονος πολίτη, είτε κατοικεί πέριξ της Πατησίων είτε κατοικεί στο Παγκράτι, στα Εξάρχεια, στους Αμπελόκηπους, στο Μαρούσι. Γιατί η βία απειλεί να γίνει πάνδημη. Γιατί οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία: η βίαιη διακοπή μιας ζωής μάς βαραίνει όλους, η μνήμη τους μας στοιχειώνει. Ο οικογενειάρχης Μανώλης Καντάρης, ο δάσκαλος Γιάννης, ο νεαρός Μπαγκλαντέζος, είναι όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού· δεν ανήκουν σε καμιά ναζιστική σέχτα, σε κανέναν αυτόκλητο υπερασπιστή της φυλής και της τάξης.

Στη ματοβαμμένη άσφαλτο της Γ’ Σεπτεμβρίου, της Στρατηγού Καλλάρη, της Πανεπιστημίου, οι Ελληνες πολίτες να ανάψουν κεριά και να μείνουν σιωπηλοί, απειλητικοί, αποφασισμένοι. Να στείλουν μήνυμα προς την εγκληματικά ολιγωρούσα πολιτική ηγεσία, την κουφή, τυφλή και μοιραία, που περιφρουρεί τα προνόμιά της, ότι η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε slum και η χώρα βυθίζεται στην κατάθλιψη.

Θα περιμέναμε από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο να τεθούν επικεφαλής σε τέτοιες εκδηλώσεις αισθήματος και αποφασιστικότητας, υπεράσπισης του δημόσιου χώρου και της ζωής. Θα περιμέναμε από τους υπουργούς να σπεύδουν ακαριαία στα νοσοκομεία και στις κηδείες, να παίρνουν, έστω την υστάτη ώρα, το μήνυμα μιας κοινωνίας που βουλιάζει και σπαράσσεται. Δεν το έκαναν. Κρύβονται από την πραγματικότητα, κρύβονται από την κοινωνία, κρύβονται από την Ελλάδα. Εγκατέλειψαν την Κάτω Αθήνα στην εξουσία της Χρυσής Αυγής. Οι τιμηθέντες με την ψήφο του λαού, οι λειτουργοί της δημοκρατίας, οι υπερασπιστές της νομιμότητας, οι εγγυητές της συνταγματικής τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κρύβονται, δειλιάζουν, ψελλίζουν διαχειριστικές ανοησίες, πλασάρονται σε κούρσες διαδοχής, νίπτουν τας χείρας τους.

Η κλεπτοκρατική τάξη που διοίκησε τη χώρα την οδήγησε στη χρεοκοπία και την αναξιοπρέπεια. Εκχώρησε τη σημαία της Επανάστασης και τον Υμνο προς την Ελευθερία στο αυγό του φιδιού. Τώρα παρακολουθεί εξ αποστάσεως τον ευτελισμό της ζωής στο αθηναϊκό slum: εκεί, στον ζόφο, βρισκόμαστε εμείς, οι πολίτες.

ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ («Οι νεκροί βαραίνουν όλη την κοινωνία», 13 Μαΐου 2011)

Όλα κανονικά;

Όλοι πήγαν κανονικά στις δουλειές τους. Τα δελτία μετέδιδαν κανονικά τις ειδήσεις και οι δρόμοι είχαν το συνηθισμένο κανονικό μποτιλιάρισμα. Οι κόρνες ηχούσαν κανονικά, δηλαδή άσκοπα και νευρικά. Ο Μπαγκλαντέζος με περίμενε, κανονικά, για να μου καθαρίσει τα τζάμια. Και οι ανάπηροι με τα μωρά ήταν στη θέση τους, κανονικά. Τα πεζοδρόμια, όπως πάντα, βρώμικα από ζώα και άλλα σκουπίδια. Μόνο η ζέστη ήταν μεγαλύτερη σήμερα. Βλέπω με τρόμο 25 βαθμούς! Καλοκαιράκι πιά! Τι ωραία μέρα. Κι ας είχαμε εχτές τέσσερις νεκρούς.

Τον Δεκέμβριο του 2008 ένας έφηβος σκοτώθηκε άδικα. Και όλη η Αθήνα παράλυσε. Τώρα με τόσους νεκρούς όλοι πήγαν κανονικά στις δουλειές τους. Εχτές, έκανα μια βόλτα προς τα κει. Ήταν σαν να είχε γίνει πόλεμος στο κέντρο. Μυρωδιές από καμένα σκουπίδια.  Πιο πέρα τα δακρυγόνα έχουν κάνει μικρά αόρατα νέφη που τρυπάνε τα ρουθούνια… Πιο πάνω μυρίζει σάρκα ανθρώπου. Οι νεκροί θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε εργαζόμενοι. Που δεν προκάλεσαν, δεν αψιμάχισαν, δεν σκανδάλισαν, δεν έβρισαν, δεν πρόσβαλαν, δεν αδίκησαν. Η αμαρτία τους ήταν ότι παρέμεναν στον χώρο δουλειάς τους. Ανυποψίαστοι για το ότι ήταν θηράματα ανελέητων κυνηγών. Που δεν έχουν άδεια να κυνηγούν αλλά τους επιτρέπεται το αδιανόητο: να ρημάζουν χωρίς τιμωρία. Κανείς δεν εμπόδισε την επίθεση στην τράπεζα. Όλοι περίμεναν τι θα γίνει. Σίγουρα το παρευρισκόμενο κοινό θα σκέφτηκε: θα πάρει φωτιά ή θα σβήσει; Αλλά κανείς δεν έτρεξε να πιάσει το χέρι που μούσκευε με εύφλεκτα υλικά την πρόσοψη. Κανείς δεν τόλμησε να αντισταθεί στον παραλογισμό που έβλεπε να οπλίζει τον περήφανο οπαδό που «πάλευε» με οργή το σύστημα πυρπολώντας στόχο  της κατεστημένης εξουσίας. Ο ταυρομάχος ποτέ δεν εμποδίζεται από το κοινό του να τραυματίσει θανάσιμα τον ταύρο. Ρισκάρει τη ζωή του κι αν πεθάνει γίνεται μάρτυρας. Η βία και το μίσος αποκτούν αγγελικό επίχρισμα.

Αγνοώ τί έλεγε η συνείδησή τους, πόσο ταραγμένοι ή πόσο ψυχρά επιτέθηκαν αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτός ή αυτοί ένιωθαν ότι ανήκουν σε μια ελίτ. Μια τάξη που διεκδικεί το μονοπώλιο της εξέγερσης στο όνομα, τάχα, των καταπιεσμένων. Αυτό που με τρομάζει είναι η ιεραποστολικότητά τους. Η φιλανθρωπία τους είναι η μεταμφίεση για ικανοποίηση του εγώ. Ένας αγώνας για τον άλλον που βασίζεται σε μια φαντασίωση για ανατροπή που δυναμώνει από ένα υπερτροφικό εγώ που υπερασπίζεται ιδέες, όχι ανθρώπους. Αντίθετα, η ανθρώπινη ζωή μπορεί και «μοιραία» να αφανιστεί. Όπως εχτές!

Σήμερα περίμενα να μη δουλέψει κανείς. Να γίνουμε όλοι ένα ποτάμι πένθους διαμαρτυρίας για τον άδικο χαμό των ανθρώπων. Εργαζομένων. Να μια απεργία που θα είχε νόημα. Μόνο που δεν τέθηκε ποτέ. Αντίθετα οι εργατοπατέρες και οι εργατομητέρες λυσσάνε, βαρετά, από χτες να δικαιώσουν τη δική τους στάση: ήταν οι ίδιοι καλά παιδιά και δεν προκλήθηκαν επεισόδια στα μπλοκ τους. Έλα, όμως, που δεν απέτρεψαν τα επεισόδια. Δεν έπιασαν το χέρι αυτού που πυρπολεί ανυπεράσπιστους συμπολίτες. Συναδέλφους, εργαζομένους.

Και τώρα, ξανά, νά στο μυαλό μου στριφογυρίζει ο τίτλος του περίφημου «η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» (Ν. Δήμου). Θυμάμαι τις απίστευτες μαρτυρίες που δεν άφηναν να πλησιάσει η πυροσβεστική να σβήσει τη φωτιά!!!! Είναι δυνατόν τέτοια ξεφτίλα;

Δεν μου αρέσει να γενικεύω, αλλά λέω ευθέως αυτά που μου γεννήθηκαν μόλις ξημέρωσε. Η ελληνική κοινωνία δείχνει την ασκήμια της . Δεν ωραιοποιεί την εικόνα της. Φανερώνει τις πληγές και ανοίγει τα τραύματα, εμφανίζει την παρακμή της και την ασθένειά της. Σημασία έχει η συνείδηση του τι μας συμβαίνει και όχι να φορέσουμε τη μάσκα της ευτυχίας. Nα ομολογήσουμε την αποτυχία μας για να ξεπεραστούν οι προσωπιπές αστοχίες. Nα πούμε ναί, δεν μπορούμε να ονειρευτούμε. Είναι επώδυνη η αυτοκριτική αλλά είναι το μόνο φάρμακο. Να αναρωτηθούμε οι Έλληνες τί μπορούμε να κάνουμε για μας τους ίδιους βγαίνοντας από την αυταρέσκειά μας, για να δημιουργήσουμε ρωγμές στη δυσπιστία που νιώθουμε για τον διπλανό μας. Τον συγκεκριμένο διπλανό μας που έχει όνομα, σάρκα και χαμόγελο. Είμαστε ελεύθεροι να παραμείνουμε δέσμιοι ενός αυτοβασανιστικού παιδισμού που μας καταντάει όχλο, ή να επινοήσουμε νέους τρόπους για να υπάρχουμε στο μέλλον.

Ποιοι εισβάλλουν στα αφύλακτα θέατρα;

Σα να έρριξαν λάδι στη φωτιά οι τρεις που τόλμησαν να εκφράσουν ανοιχτά τις ανησυχίες τους μετά τη διακοπή της πρεμιέρας στο Εθνικό με το έργο του Κολτές Ρομπέρτο Τσούκο. Ο Απόστολος Δοξιάδης, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος και ο Πέτρος Μάρκαρης (ο άνθρωπος που μας έχει εξοικειώσει με τη γραφή και το πνεύμα του Μπρεχτ), ένωσαν τις φωνές τους στο άρθρο Η «πολιτιστική επανάσταση», παραμονή Χριστουγέννων, μια μέρα μετά, αφού είχε βγει στη δημοσιότητα το κείμενο που υπέγραφαν κυρίως ηθοποιοί που καλούσαν για εξέγερση (Ελευθεροτυπία, 23 Δεκεμβρίου)

«Ας βγούμε όλοι στους δρόμους»

Το κείμενο των ηθοποιὠν διακρίνεται για τον συναισθηματικό του τόνο, και δηλώνει τη συμπαράσταση στους νέους που κατεβαίνουν στον δρόμο για ένα καλύτερο αύριο. Και δεν θα δίσταζα να συνυπογράψω την έκκληση: «Ας αντισταθούμε στην καταστολή και την ύπνωση, στη βία της εξουσίας.» Αρνούμαι, ωστόσο, να δω απέναντί μου έναν κακό εχθρό. Κι ας ονομάζεται «κράτος» ἠ  όπως θέλει κανείς, φτάνει να είναι κάποιος άλλος που έχει την ευθύνη για τα χάλια μας, εκτός από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αντιγράφω όσα διαβάζω εδώ:

«Ας μιλήσουμε για αυτά που μας καταπιέζουν, ας μιλήσουμε για τα όνειρά μας. Οι μεγαλύτεροι εχθροί είναι ο φόβος και η αναβολή. Απαιτούμε σεβασμό και αξιοπρέπεια, κοινωνικό κράτος, κράτος παιδείας και πολιτισμού. Δεν ανεχόμαστε άλλο την παρακμή, τη μιζέρια, τη διαπλοκή, την αδικία, την περιφρόνηση, την αλαζονεία, την εξουσιομανία, τη γελοιότητα. Δεν ανεχόμαστε άλλο να μας διαχειρίζονται ως προσωπική τους περιουσία. Ας μιλήσουμε. Ας μιλήσουμε στην οικογένειά μας, στους φίλους μας, στη δουλειά μας. Ας μιλήσουμε στους δρόμους. Ας βγούμε όλοι στους δρόμους».

Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό που οι άνθρωποι που ασχολούνται έμπρακτα με την τέχνη του θεάτρου δείχνουν μια τόσο μαχητική στάση και προτρέπουν για διεκδίκηση ενός κοινωνικού κράτους, μιλούν για παιδεία και πολιτισμό. Από την άλλη αναρωτιέμαι τι νόημα έχουν όλες αυτές οι διακηρύξεις που κρύβουν μέσα τους έναν ιεροκήρυκα που θέλει να πείσει κυρίως με τα λόγια παρἀ με το παράδειγμα. Γιατί πιστεύω ότι η ζωή σήμερα, και οι άνθρωποι, αναμένουν το παράδειγμα μἐσα από την αυτοκριτική. Ούτε σοφίες, ούτε πολιτικά προγράμματα. Αλλά πράξεις. Από πρόσωπα που είναι δημόσια, όπως και οι καλλιτέχνες. Και εγώ, δεν αρνούμαι ότι και ο λόγος είναι πράξη. Το να μιλήσει κανείς, είναι μια λυτρωτική πράξη. Απλά, δεν αντέχω να ακούω να μιλούν άνθρωποι  κατά της εξουσίας όταν οι ίδιοι χρησιμοποιούν όχι μόνο, ενδεχομένως, το χρήμα του δημοσίου από επιχορηγήσεις αλλά εκμεταλλεύονται έξυπνα και την εξουσία των μαζικών μέσων (επίσημα μήντια ή φρη πρες πουσάρουν το ίδιο μια χαρά) για να προβάλουν τη δουλειά τους, δηλαδή μιλούν από μια ασφάλεια που τους παρέχει το σύστημα, ακολουθώντας τη λεωφόρο που θα τους φέρει στη δόξα και την επιτυχία, και όχι μάλλον τη στενή οδό που είναι πιο μοναχικἠ και δυσκολοδιάβατη.  

Ο λογισμός μου

Να πω ακόμη ότι οι υποκριτικές οιμωγές υποβαθμίζουν όποια αλήθεια μπορεί να κρύβει ένα ζέον μήνυμα, εφόσον  σε διαχειρίζεται κάποιος ως προσωπική του περιουσία επειδή του επιτρέπεις να σε αντιμετωπίσει ως κάτι τέτοιο.

Οφείλω, όμως, να πω τον λογισμό που με κατακλύζει ότι δηλαδή, είναι πολλοί που σε κινητοποιήσεις που διαθέτουν το άρωμα του αυθορμητισμού (κι εδώ, η μεγάλη έκπληξη ήταν η ενεργητική συμμετοχή εφήβων στις μεγάλες συγκεντρώσεις) ανακαλύπτουν ένα ρεύμα που θα καλύψει τα κενά τους, γκόμενες ιδεολογικά άστεγες βρίσκουν μια άκρη ή φρικιά που αναζητούν δικαίωση στην καθημερινότητα που έχουν κτίσει, αντλούν νόημα για προσωπικές επιλογές και στάσεις ζωής. Ίσως για αυτόν τον λόγο, αναγνωρίζω στις εκδηλώσεις των νέων παιδιών ένα τελετουργικό μύησης, ένα πέρασμα στην ενηλικίωση μέσα από ένα αγωνιστικό παιχνίδι, με στόχους, όχι πάντα σαφείς, αλλά σίγουρα με καλούς και κακούς. 

Οι μεγάλοι κερδισμένοι από τέτοιες μαζικές εκδηλώσεις είναι σίγουρα οι πολιτικοί που θα μπορέσουν να διατυπώσουν τα αιτήματα που αναφύονται. Κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό σήμερα. Μάλλον περισσότερο φανερό είναι ότι καλλιτέχνες που κρύβουν μέσα τους έναν ηγέτη θα προσπαθήσουν να σφετεριστούν ευαισθησίες και οράματα για να αναδειχτούν, σε έναν περιορισμένο κύκλο, ως μια πρωτοπορία που εκφράζει αυτό το νέο ρεὐμα.

Εδώ, κλείνει ο λογισμός, που μάλλον είναι σατανικός. Για αυτό ας μη ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Φαρσική εκδοχή

Η μετρημένη, αν και φορτισμένη, δημοσίευση των τριών λογοτεχνών που χαρακτηρίζει ως φαρσική εκδοχή την εισβολή στην πρεμιέρα του Εθνικού, εκείνων των καταστροφών που είχαν προηγηθεί (σε σπίτια, σχολεία, πανεπιστήμια, γραφεία και μαγαζιά), μιλάει για την αδράνεια και την ανικανότητα των πολιτικών να αντιδράσουν στην αμφισβήτηση της δημοκρατίας σε όσους «επιτίθενται με τυφλή βία στα δικαιώματα των πολιτών και στις αρχές της κοινής μας ζωής». Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τα λεγόμενά τους στην ανάγκη να υπάρχει σεβασμός στο κοινό αίσθημα αλλά και στο λειτούργημα της τέχνης, καθώς και στην υποχρέωση που έχουν όσοι είναι ψηλά να καταγγέλουν το αίσχος της βίας .

Είναι ακριβώς αυτό που με απασχόλησε από την αρχή των γεγονότων για τη χρήση της βίας, παραβιάζοντας δικαιώματα, ενώ την ίδια στιγμή αυτοί που εξασκούν τη βία διεκδικούν το δικαίωμα να μη χρησιμοποιείται βία εις βάρος τους. Μάλιστα, ο Δημήτρης Ρηγόπουλος αναφερόμενος στην Καθημερινή για τα γεγονότα και την πρωτοβουλία των τριών είπε ότι εκδηλώθηκε όταν «κάθε πρωτοβουλία εκ μέρους του νεολαιίστικου/αντιεξουσιαστικού/φοιτητικού κινήματος μοιάζει a priori καθαγιασμένη στα νερά μιας θολής ‘επαναστατικότητας’». 

Αντιγράφω από το κείμενο των ηθοποιών:

Αν εμείς οι άνθρωποί της ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα «επαναστατημένων» νεαρών να μαγαρίζει ανενόχλητη την Ακρόπολη ή να διακόπτει μια θεατρική παράσταση βρίζοντας το κοινό και γράφοντας με σπρέι στο καινούργιο, καθαρό φουαγιέ του Εθνικού το ναζιστικής υφής σύνθημα «σκατά στους κουλτουριάρηδες»(!), τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και τι θα σκεφτόμαστε; Πού μπαίνει το όριο σε αυτή την κωμικοτραγική «πολιτιστική επανάσταση» των απολίτιστων; (Παρεμπιπτόντως, τους οργισμένους νεαρούς τους προσέβαλαν αποκλειστικά οι θεατρικές παραστάσεις ποιότητας, που παίζονται στα αφύλακτα, ταλαίπωρα θέατρά μας. Ούτε στα μπουζουκζίδικα με τους μπράβους τους προσπάθησαν να «παρέμβουν», ούτε στα ποδοσφαιρικά ματς, προφανώς επειδή αυτά είναι υπεράνω κάθε υποψίας «κουλτούρας»).

Θέλω, λοιπόν, να επαυξήσω και να υπογραμμίσω τη λάθος επιλογή να γίνουν εισβολές σε θέατρα, σε κατ᾽ εξοχήν δηλαδή χώρους ελεύθερης έκφρασης του ανθρώπινου νου και της φαντασίας.

Ποιοι, όμως, είναι αυτοί που επιτίθενται στους ανύποπτους θεατές αλλά και στους ηθοποιούς; Μια φίλη που έτυχε σε μια τέτοια εισβολή νεαρών στο «Μικρό Παλλάς» νόμισε ότι η εμφάνιση ήταν μέρος της παράστασης. Όταν συνειδητοποίησε ότι είναι κάτι από έξω, μου εξομολογήθηκε ότι φοβήθηκε. Και ότι χειροκρότησε αυτή, όπως και οι άλλοι, από φόβο. Γιατί δεν γνώριζαν τι τους επιφύλασσε η συνέχεια. Και μου πρόσθεσε: «Ένιωσα σα να μπαίνουν στο σπίτι μου». Και τότε, πάγωσα. Για εκείνην το θέατρο, εκείνη τη στιγμή ήταν ένα άσυλο, που το παραβίαζαν κάποιοι που έκαναν την επανάστασή τους, προς ποιους πάλι, ξανασκέφτομαι… στους αστούς; υλοποιώντας αυτό το σύνθημα που διάβασα σε τοίχο «τρέμετε αστοί»;

Το φάντασμα του εμφυλίου

Όλα αυτά σκεφτόμουν αποχαιρετώντας το 2008, όταν διάβασα το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου «Ένα φάντασμα ανησυχητικό…», που φωτίζει πολλά από τα δρώμενα των ημερών. Εδώ, ξεκινώντας από το σύνθημα «Πόλεμος, πόλεμος. Ενας πόλεμος είναι εφικτός. Πόλεμος εμφύλιος, κομμουνιστικός», υποστηρίζεται ότι ένας εμφύλιος πόλεμος είναι και σήμερα εφικτός, διεισδύοντας στην ουσία των πραγμάτων, και μιλώντας για εκείνα τα οποία έγιναν στην αρχή λάθος και «μέσα από επιλογές που ροκάνισαν εκ των ένδον τόσο την ανάπτυξη όσο και τον εκδημοκρατισμό».

Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά είχαμε τη ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα σε μια ειρηνική συνύπαρξη: 

Οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η ταραγμένη, παρασυνταγματική και θεσμικά χωλή δημοκρατία της δεκαετίας του 1960, όπως και η χουντική λαίλαπα της δεκαετίας του 1970 τέλειωσαν οριστικά στη μεταπολίτευση και οι νεώτερες γενιές της ελληνικής κοινωνίας (της δικής μου συμπεριλαμβανομένης) μεγάλωσαν σε ένα ασκίαστο πολιτικό πλαίσιο, που φάνηκε να στερεώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς, να εγγυάται την οικονομική ανάπτυξη (όπως είναι δυνατόν να εννοηθεί η ανάπτυξη σε μια χώρα με τα ιστορικά προηγούμενα της Ελλάδας), αλλά και να εξασφαλίζει όχι μια δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος (αυτό, σίγουρα, δεν συνέβη ποτέ), τουλάχιστον, όμως, την κατά μέσο όρο αύξησή του.

Ωστόσο, καιροφυλακτεί το φάντασμα του εμφυλίου, με τους καλούς και τους κακούς, εν τέλει μια μεσαιωνική αντίληψη που δεν μας εγκαταλείπει…

Είναι, νομίζω, πλέον σαφές πως όλα αυτά θα πρέπει να έγιναν εξ αρχής πολύ στραβά και μέσα από επιλογές που ροκάνισαν εκ των ένδον τόσο την ανάπτυξη όσο και τον εκδημοκρατισμό. Μια κοινωνία στην οποία αναπτύσσονται τόσο ισχυρές και κάθετες αντιθέσεις (από το τι οφείλει να γίνει στο πανεπιστήμιο μέχρι το πότε μπορούν να ανοίξουν τα εμπορικά καταστήματα), μια οικονομία η οποία κινδυνεύει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρά την ένταξή της στην προνομιακή Ευρωζώνη κι ένα κράτος το οποίο είναι ανίκανο να λειτουργήσει τη δημόσια διοίκηση (και δεν αναφέρομαι μόνο στα σκάνδαλα) δεν είναι, όπως κι αν το λογαριάσουμε, φαινόμενα που γεννήθηκαν χθες: προδίδουν αδράνειες και ακυρότητες ετών (ετών που χρίστηκαν με άπειρο, απ’ ό,τι αποδεικνύεται, λούστρο): αδράνειες και ακυρότητες τόσο ασφυκτικές, ώστε να αποσπούν τον Εμφύλιο από το ιστορικό του λεξιλόγιο και να τον μετατρέπουν σε ζωντανό πολιτικό διακύβευμα. Ακόμη κι αν ο νέος Εμφύλιος είναι να μείνει μόνο στα χείλη ελαχίστων, το φάντασμα ενός ακήρυχτου πολέμου μας περιτριγυρίζει ανησυχητικά και μας ζητάει να σκεφτούμε ξανά και ξανά πάνω στη συλλογική μας μοίρα – όπως, ίσως, δεν το έχουμε δοκιμάσει ποτέ μέχρι τώρα.

Δεν μπορὠ να ξεχάσω ότι ζω σε μια δημοκρατία. Ούτε πως κι εγώ είμαι συν-υπεύθυνος για την εικόνα της. Και έτσι καλωσόρισα το 2009. Το δικαίωμα που έχω να μιλώ ελεύθερα είτε ως επαγγελματίας του λόγου είτε ως εραστής της γραφής, ανώνυμα, ψευδώνυμα ή και επώνυμα είναι κατάκτηση που οφείλεται σε καιρούς δύσκολους. Είναι αξιοσημείωτο, ότι τα θέατρα δεν σταμάτησαν έτσι ούτε στον καιρό της δικτατορίας. Και κάποιοι από αυτούς που αναγκάστηκαν τώρα να διακόψουν την παράστασή τους, ίσως θα το γνωρίζουν, εφόσον έπαιζαν μέσα στην επταετία.

Και όσοι καταφέρονται κατά της δημοκρατίας, χωρίς σύνεση, συγκινησιακά, για να μην πω μελοδραματικά, και επιπόλαια, χρησιμοποιώντας τα μάλα το face book, κινδυνεύουν να γίνουν γραφικοί εκπρόσωποι μιας παρατεταμένης εφηβείας που ακροβατεί μεταξύ αυτομίσους και αυτοθαυμασμού ή ενός μονολόγου που δεν έχει απέναντι κανέναν, ούτε καν εκείνον που τον λέει.

«Όλες οι νύχτες θα είναι του Αλέξη»

γράφει έξω από την Ιταλική Σχολή ο ανώνυμος. Είναι ένα ζεστό σύνθημα με τρυφερότητα. Και ευαισθησία. Τα βήματά μου με έφεραν μπροστά από το Πολυτεχνείο. Είναι δέκα το πρωί, τα λεωφορεία και τα τρόλεϋ διέρχονται, η κίνηση δείχνει να έχει αποκατασταθεί, αλλά τα μάτια μου τσούζουν. Νέα παιδιά, που δεν θέλουν να δείξουν τα πρόσωπά τους, αμίλητα μοιράζουν κείμενα για τον θάνατο του Αλέξη. Τα μάτια τους είναι θλιμμένα. Όπως και όσων είδα στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο. Η οδός Στουρνάρα θύμιζε πεδίο μάχης. Τα καταστήματα στο σύνολό τους κλειστά. Εκτός από ένα δυο φαγάδικα με σουβλάκια και τυρόπιτες.

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΥΡΠΟΛΗΜΕΝΟ

Πολλοί έστεκαν με απορία μπροστά στο Πλαίσιο. Είμαι βέβαιος ότι οι υπάλληλοι, φοιτητές οι περισσότεροι, θα αγωνιούν με την εικόνα.

Το Πλαίσιο ολοσχερώς κατεστραμμένο από την πυρκαϊά. Μαζί και η Cosmodata αλλά και το μαγαζί της Apple. Οι κάθετοι στην Στουρνάρα δρόμοι ήταν στρωμμένοι με καμμένα υπολείμματα αυτοκινήτων, κάδων, με πέτρες, κομμάτια από γλάστρες… Από την είσοδο του Πολυτεχνείου φαίνεται να σιγοκαίει μια φωτιά και μικρές παρέες να περιφέρονται.

 

ΟΔΟΣ ΤΖΩΡΤΖ

Χωρίς λόγια.

Δημοσιογραφίνες αναζητούν εναγωνίως πρόσωπα, μάρτυρες στα γεγονότα, ανταλλάσονται κινητά τηλέφωνα. Πρέπει να κάνουν το ρεπορτάζ, να ξεχωρίσουν από τα άλλα κανάλια, είναι βλέπεις θέμα που θα πουλήσει. Πολύ και για πολλές μέρες. Παραπέρα πυροσβέστες σχεδιάζουν τρόπους επέμβασης στα καμμένα κτήρια, οι οδοκαθαριστές μαζεύουν όσα μπορούν. Κάτοικοι έχουν βγει στη γειτονιά. Έντρομοι πολλοί γιατί αυτό που αισθάνθηκαν από το Σάββατο το βράδυ έως την Κυριακή ήταν πρωτόγνωρο. Δεν ήταν μόνο που έσπασαν οι είσοδοι  από οργισμένα χέρια, δεν είναι οι περιουσίες που καταστράφηκαν, αλλά και η αγωνία για τη ζωή ανυπεράσπιστων συνανθρώπων μας. Όποιος περπατήσει σήμερα στις γειτονιές αυτές θα δει καμμένα αυτοκίνητα και κάδους σκουπιδιών δίπλα σε παράθυρα δωματίων, σε διαμερίσματα που ζουν άνθρωποι οι οποίοι κινδύνευσαν από τις αναθυμιάσεις των πυρπολημένων.

 

 

Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα αέρια που εκτοξεύονται από τις δυνάμεις που έχουν αναλάβει τη φρούρηση της κοινωνικής ειρήνης! Τα αέρια δεν κάνουν διακρίσεις στόχου, όπως τα τέιζερ. Φρέσκα ή ληγμένα, τα εισπνέουν όλοι. Διαδηλωτές και μη διαδηλωτές. Θυμωμένοι νεανίες και γηραιά άτομα. Νεογέννητα και θερμόαιμοι σύντροφοι. Μισθοφόροι και χρήστες αμαξιδίων. Φοιτητές κομματικοποιημένοι και συνομήλικοί τους ασθενείς που αναρρώνουν από καρκίνους και λευχαιμίες. Άκουσα φρικτές διηγήσεις έντρομων ανθρώπων που έζησαν τη βία των παρακείμενων μαχών χωρίς να είναι ούτε ηθικοί αυτουργοί και ούτε είχαν εμπλοκή σε κάτι. Η μόνη τους αμαρτία είναι ότι δεν εγκατέλειψαν τη γειτονιά τους, δεν πούλησαν τα διαμερίσματά τους και ζουν εκεί. Ανυπεράσπιστοι, γιατί είναι αδύναμοι, αφού όλα δείχνουν πως είναι οι τελευταίοι που νοιάζονται οι αντιμαχόμενες πλευρές…

Αυτοκίνητα πυρπολημ�να μαζί με τις αναθυμιάσεις των καπνογόνων δημιούργησαν μια εφιαλτική ατμόσφαιρα για ανυπεράσπιστα άτομα που είχαν εγκλωβιστεί στα διαμερίσματα.

Αυτοκίνητα πυρπολημένα μαζί με τις αναθυμιάσεις των καπνογόνων δημιούργησαν μια εφιαλτική ατμόσφαιρα για ανυπεράσπιστα άτομα που είχαν εγκλωβιστεί στα διαμερίσματα.

Πιο πάνω βρίσκομαι σε ένα σημείο που έχω περάσει πολλές φορές. Γύρω πολλά συνθήματα γραμμένα στους τοίχους. Είναι χώρος συνάντησης νέων ανθρώπων. Αμέσως καταλαβαίνω ότι είναι το σημείο που έπεσε νεκρός ο Αλέξης. Μια καμμένη σημαία από την οποία έμεινε μόνο το γαλανόλευκο κοντάρι και λίγο πανί. Ένα μπουκάλι μπύρα, λουλούδια, κεράκια και πολλά σημειώματα από γονείς που νιώθουν θλίψη, ταυτιζόμενοι με τους γονείς του νεκρού, και κυρίως σελίδες από τετράδια, γραμμένα από νέα παιδιά, που έχασαν τον Gregory. Στέκομαι μαζί με τους υπόλοιπους. Σιωπηλός. Κάποια στιγμή ακούω πώς έγινε το μοιραίο. Βλέπω ένα εικοσάρι με μια μακριά κοτσίδα να ακουμπάει το χέρι του στο έδαφος που έπεσε ο Αλέξης, και μετά να σταυροκοπιέται ψελλίζοντας μια ευχή. Τα κορίτσια απέναντι είναι βουρκωμένα. Δεν αντέχεται εύκολα ένας τέτοιος θάνατος.

 

Στη διασταύρωση Τζαβ�λα και Μεσολογγίου λουλούδια, κεράκια και σημειώματα τρυφερότητας για τον �φηβο που π�θανε άδικα.

Στη διασταύρωση Τζαβέλα και Μεσολογγίου λουλούδια, κεράκια και σημειώματα τρυφερότητας για τον έφηβο που πέθανε άδικα.

Είναι Δευτέρα. Ο καθένας δίνει τις ερμηνείες του. Οι εφημερίδες, τα μαζικά μέσα, ραδιόφωνα και ιστοσελίδες,  κομματικοποιημένοι και ανένταχτοι, αριστεροί κι αντιεξουσιαστές, βολεμένοι και αντιρρησίες, ορθόδοξοι και μηδενιστές, καλόγριες και κοσμοκαλόγεροι, όλοι θα δώσουν τη δική τους ανάγνωση, πουλώντας ένα νέο προϊόν. Και δικαιούνται όλοι να έχουν άποψη. Ακόμη και ο μαυροφορεμένος ανθός της νεολαίας που ξεχνιόταν στις πίστες της Ιεράς Οδού, Κυριακή ξημερώματα, την ώρα που οι συγκρούσεις ξενυχτούσαν την πόλη. Θα γίνουν συνδέσεις με το παρελθόν, ο έφηβος νεκρός θα γίνει φορέας ιδεών, ιδεολογίας, οραμάτων, μάχης και αντεπίθεσης. Δηλαδή, βίας. Πρότυπο για μίμηση ή παράδειγμα προς αποφυγή. Αν και όλοι θα συγκινηθούν. Ή θα δείξουν ότι συγκινούνται. Ειδικά, όταν βγαίνουν να υπερασπιστούν κάτι. Που ίσως δεν έχει σχέση με τον Αλέξη, αλλά ούτε με τις πραγματικές ανάγκες της γενιάς του. Άλλοι, πάλι, θα μιλήσουν για τους γονείς που δεν ελέγχουν τα παιδιά τους. Πάντως, οι επαγγελματίες του θεάματος βρήκαν μια ιστορία με ενόπλους, εχθρούς του συστήματος και μαχητές της δημοκρατίας, με τρόμο, με αίμα, τελικά, με καλούς και κακούς, με κλέφτες κι αστυνόμους. Είπαμε: Είναι θέμα που πουλάει. Μόνο που το παιχνίδι αυτό δεν είναι μίμηση πολέμου, ούτε ψηφιακό video game, αλλά αγώνας με πραγματικούς νεκρούς… δικούς μας ανθρώπους. Εδώ,  και όχι στο second life.

Σκέπτομαι πάλι τη γραμμή που διάβασα απέναντι από το Πολυτεχνείο: «Όλες οι νύχτες θα είναι του Αλέξη». Και οι μέρες  σε ποιον θα αφιερωθούν;