Tag Archives: Βασίλης Δημητράκος

Τὸ μυστικὸ τῆς ρέγκας

Ἤτανε στὸ περιβόλι ὁ γέροντας καὶ βοτάνιζε. Ὁ προσκυνητὴς μὲ συστολὴ τὸν παρακολουθοῦσε. Ἡ ἀγωνία του νὰ τοῦ μιλήσει, τὸν ἔκανε μὲ ἕνα «εὐλογεῖτε» νὰ διακόψει τὴ γαλήνη τοῦ περιβολιοῦ. «Ὁ Κύριος» ἀπάντησε ὁ γέροντας καὶ συνέχισε σκυφτὸς νὰ βοτανίζει τὴν ἀλία μὲ τὰ ραπανάκια.

Σιγὰ σιγὰ καὶ πιὸ μετά, ἴσιωσε τὴ μέση του σὰν νὰ μὴν τὸν ἔβιαζε τίποτα καὶ μ᾽ ἕνα μάτσο ραπανάκια στὰ χέρια πλησίασε ἀργὰ ἀργὰ στὸ πεζούλι ποὺ στεκόταν ὁ νεαρός. «Καλῶς τονα» τοῦ εἶπε καὶ ἄνοιξε τὴ βρύση πλένοντας τὰ ραπανάκια καὶ τὰ χέρια του μαζὶ μέσα στὴ γούρνα. Ὁ νέος, φορτωμένος μὲ τὸ σακίδιό του καὶ μ᾽ αὐτὰ πού ᾽χε μέσα στὴν καρδιά του, στεκόταν ὄρθιος κάτω ἀπὸ τὴ φλαμουριὰ δίπλα στὸ πεζούλι, παγωμένος ἀπ᾽ τὴν ἀγωνία – σὰν τὸν ἄρρωστο πρὶν ἀπὸ τὴ διάγνωση.

Μὲ χαμόγελο ὁ γέροντας γύρισε πρὸς τὴ μεριά του καὶ καθὼς τὰ χέρια του μὲ τὰ ραπανάκια ἦταν βρεγμένα, τοῦ ρἀντισε τὶς σταγόνες τους σὰν ἁγιαμὸ στὸ πρόσωπο, ἕνα πρόσωπο ὅλο μάτια, ψάλλοντας τὸ «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου…». Ξαφνιάστηκε ὁ νέος. Αὐτὴ ἡ χειρονομία τοῦ γέροντα ἔσπασε λίγο τὴν παγωμάρα τῆς πρώτης ἐπαφῆς. Ὁ γέροντας προχώρησε πρὸς τὸ νεροχύτη. Τώρα ἡ ἔγνοια τοῦ νέου ἦταν νὰ βρεῖ τὸ γράμμα φίλου, ποὺ ἔγραφε συστάσεις στὸ γέροντα, ποὺ τὸν εἶχε παροτρύνει νὰ πάει στὸ Ὄρος, σ᾽ αυτό τὸ κελί, νὰ βρεῖ αὐτὸν τὸν γέροντα καὶ νὰ τοῦ τὰ πεῖ ὅλα.

Ἀγκυλωμένα τὰ δάχτυλά του ὅμως, δὲν εἶχαν τρόπο ἀπὸ τὴν ταραχὴ νὰ ψάξουν μέσα στὸ σακίδιο, ἐνῶ ὁ γέροντας στὸ νεροχύτη κάτι ἑτοίμαζε καὶ μὲ βαριὰ φωνὴ τοῦ σιγόψελνε, γεμίζοντας μὲ κατάνυξη τὸ μικρὸ ἀρχονταρίκι.

Τὸ παλικάρι, ποὺ ἀπὸ μικρὸς στὸ ψαλτήρι τοῦ χωριοῦ του ἤξερε καλὰ ὅλα τὰ νὴ πὰ βοῦ, γὰ δή, τώρα καιγότανε. Εἶχε ἀγαπήσει τὸ φίλο του, στὴ μονάδα ποὺ ὑπηρετοῦσε -ἦταν καὶ οἱ δύο ἀπ᾽ τὸ ἴδιο χωροό- λίγο περισσότερο ἀπὸ τὰ καθιερωμένα. Εἶχαν κοιμηθεῖ μαζὶ στὸ πλυντήριο οὐλαμοῦ κάνα δύο βράδια ἀγκαλιὰ πάνω στοὺς μπόγους μὲ τ᾽ ἄπλυτα σεντόνια τῶν σμηνιτῶν. Αὐτὰ κουβαλοῦσε μέσα του, αὐτὰ τοῦ εἴχανε θολώσει τὸ μυαλό, γι᾽ αὐτὰ εἶχε ἔρθει νὰ μιλήσει στὸ γέροντα, νὰ τὸν ρωτήσει: τὶ νὰ τὴν κάνει αὐτὴ τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ τυραννάει τὴν καρδιά; Κοιτοῦσε γύρω του, ἔψαχνε ἀπὸ κάπου νὰ γαντζωθεῖ. ᾽Ασπρόμαυρες φωτογραφίες γερόντων στὰ ντουβάρια μὲ βλέμματα αὐστηρὰ καὶ μακριὲς γενειάδες σὲ μικρὲς ξύλινες κορνίζες, μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δίπλα στὸ μικρὸ παράθυρο νὰ βλέπει τὴ θάλασσα, ἡ Παναγία σὲ μία σκοτεινὴ πονίτσα, καὶ πάνω στὰ πάτερα τῆς στέγης, μιὰ ρέγκα, μιὰ ρέγκα κρεμασμένη κατακέφαλα!

Μὲ ἀργόσυρτο βῆμα καὶ τὸ δίσκο στὸ χέρι πλησίασε ὁ γέροντας, ἀκούμπησε τὸ δίσκο μ᾽ ἕνα ματσάκι κατακόκκινα ραπανάκια, ἕνα κομμάτι πρόσφορο, δυὸ ποτήρια τοῦ νεροῦ γεμάτα μαῦρο κρασὶ κι ἕνα πιατάκι ἁλάτι. Τράβηξε ἕνα καμνὶ καὶ κάθησε κι αὐτὸς ἀπέναντί του. «Τὶ βλέπεις, εὐλογημένε,» τοῦ εἶπε. Ὁ νέος εἶχε καρφώσει τὸ βλέμμα του πάνω στή ρέγκα πού ᾽ταν κρεμασμένη στὰ πάτερα. «Πάρε ἐδῶ νὰ δεῖς μεζές», τοῦ βούτηξε ἕνα ραπανάκι στὸ ἁλάτι κι ἔτσι χιονισμένο τοῦ τό ᾽δωσε στὸ χέρι μαζὶ μ᾽ ἕνα κομμάτι πρόσφορο, πού ᾽ταν ξερὸ σὰν παξιμάδι ραντισμένο μὲ νάμα, «νιῶσε νοστιμιὰ κι ὕστερα θὰ σοῦ πῶ τὸ μυστικὸ τῆς ρέγκας». Χωρὶς νὰ τὸν ἀφήνει νὰ πάρει ἀνάσα τοῦ λέει: «Πιὲς ἀπὸ τοῦτο, μὴν τὸ φοβᾶσαι, εἶναι δικό μας», καὶ ἀμέσως σήκωσε τὸ ποτῆρι του, ποὺ μὲ μιὰ γουλιὰ τὸ ἔφερε στὴ μέση. «Ξέρεις παιδί μου», συνέχισε, «ἐμεῖς ἐδῶ στὸ Ὄρος ἤρθαμε ὁ καθένας καὶ μὲ τὰ δικά του χούγια. Ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλους μας ἔδωσε τέτοια σιγουριά – ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ φωλιάσουμε ἐδῶ μέσα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ κυρὰ Παναγιά, σὰν διακονιάρα μάνα μᾶς νοικοκύρεψε. Γιατὶ ἂν ἤμαστε μόνοι μας, παιδί μου, ἐδῶ μέσα μὲ τὸ Χριστό, θὰ τά ᾽χαμε ὅλα ρουμπούλιο. Στὸν ἐνθουσιασμό μας πάνω θὰ νομίζαμε ὅτι ἡ θάλασσα, τὰ δίχτυα καὶ τὰ ψάρια εἶναι ἕνα. Θά ᾽χαμε μόνο τὸ νοῦ μας στὸ ποτῆρι καὶ τὴ σκάρα, δὲ θὰ βλέπαμε οὔτε θράψαλο. Τὶς καλὲς ἡμέρες, στὶς μεγάλες γιορτὲς τρῶμε ψάρι, τὶς ἄλλες βολευόμαστε μὲ ὅλ᾽ αὐτὰ ποὺ βγάζουν τὰ περιβόλια μας. Ἔτσι, καὶ μόνο ἀπ᾽ τὸ φαῒ ξεχωρίζουμε τὴ μιὰ μέρα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι πάντα πανηγύρι, θέλει κρασὶ καὶ μεζέ. Γι᾽ αὐτὸ ἔχω κι ἐγὼ αὐτὴ τὴ ρέγκα ἐκεῖ πάνω. Τὴ θυμιατίζω μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους, τήνε βλέπω καὶ λέω: Ποῦ θὰ πάει; Θὰ ἔρθουν καὶ οἱ καλὲς ἡμέρες. Κι ὅταν ἔρχονται αὐτὲς οἱ ἡμέρες, τὴν ξεκρεμάω τὴ ρέγκα, τὴ βράζω λίγο καὶ στὸ ζουμί της ρίχνω λίγη μανέστρα, ἐκεῖ νὰ δεῖς νοστιμιά. Ὕστερα καὶ πάλι τὴν ξανακρεμάω στὰ πάτερα, καὶ πάλι μπαίνω στὸν ἀγώνα, Γιατὶ τὸ μυστικὸ στὴν ἀγάπη εἶναι νὰ βρίσκεις τρόπο νὰ κόβεις τὴ λιγούρα σου. Κατάλαβες;»

Ὁ νέος εἶχε γουρλώσει τὰ μάτια μ᾽ αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Εἶχε ξεχάσει πρὸς στιγμὴ τὸ φίλο του. Δὲν ἤξερε μὲ τὶ τρόπο μποροῦσε νὰ συνταιριάξει τὰ δικά του μὲ τὴν πρακτικὴ τοῦ γέροντα.

Νὰ τοῦ μιλάει γιὰ τὰ ραπανάκια, γιὰ τὸ κρασί, γιὰ τὸ ζουμὶ τῆς ρέγκας, μὲ τέτοια λατρεία – ποὺ τὸν ἔκανε νὰ τὸν ζηλεύει. «Μὴν τὰ θεωρεῖς τρελὰ αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω», συνέχισε, βλέποντας τὴν ἀμφιβολία τοῦ νέου νὰ ζωγραφίζεται στὸ πρόσωπο μὲ γκριμάτσες, πότε στὸ μέτωπο, πότε στὰ φρύδια, πότε στὰ χείλη. «Ἂν δοκιμάσεις τὸ ζουμὶ τῆς ρέγκας, θὰ δεῖς θαῦμα – θὰ σὲ ξετρελάνει!

Πορτραίτο Αθωνίτη μοναχού.

Μοναχὸς στὶς Καρυές, ἀρχὲς 20ού αίώνα.

Ἐξάλλου τὶ νὰ τὸ κάνεις τὸ μυαλό;» ἀναρωτήθηκε κάπως μελαγχολικὰ αὐτὴ  τὴ φορά, «τὴν εἶδα κι ἐγὼ τὴν προκοπή μου τόσα χρόνια στὰ καράβια πρὶ ἔρθω ἐδῶ – ποὺ προσπαθοῦσα μόνο μ᾽ αὐτὸ νὰ τὰ βγάλω πέρα. Τὶ τὰ θές, παιδί μου; Τὰ χούγια δὲν κόβονται μὲ χούι, καὶ τὸ μυαλὸ χωρὶς καρδιὰ εἶναι τὸ χειρότερο χούι» τοῦ εἶπε καὶ τσούγκρισε τὸ τρίτο κέρασμα, ποὺ τοὺς εἶχε κοκκινίσει καὶ τῶν δυονῶν τὰ μάτια σὰν τὰ ραπανάκια.

Στὸ μονοπάτι γιὰ τὶς Καρυές, ἔνιωθε περίεργα ἀνάλαφρος. Τὰ λόγια τοῦ γέροντα μ᾽ ἕνα μυστικὸ τρόπο τόνε είχανε μαλακώσει. Χωρὶς νὰ ἔχει πεῖ τὴν παραμικρὴ κουβέντα γιὰ τὴν περίπτωσή του, χωρὶς νὰ ἔχει κάνει καμιὰ μετάνοια, εἶχε ξαλαφρώσει . Πετοῦσε ἡ περπατησιά του. Μόνο μιὰ λαχτάρα εἶχε τώρα, νὰ βρεῖ κι αὐτὸς τὸν τρόπο του – νὰ δοκιμάσει ἔστω καὶ μιὰ φορὰ αὐτὸ τὸ ζουμὶ τῆς ρέγκας, νὰ γευθεῖ ἔστω μιὰ φορὰ αὐτὸ τὸ «θαῦμα» ποὺ σὲ κάνει τελικὰ νὰ κόβεις τὴ λιγούρα σου.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Πρώτη δημοσίευση: Τὸ ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ τοῦ Μπιλιέτου [36], Παιανία, Μάρτιος 2003 καὶ στὴ συλλογὴ Τὸ μυστήριο τῆς αγάπης. Διηγήματα 1992-2005, ἐκδ. Μπιλιέτο, 2006.

O μοναχός είναι σκυλί παιδί μου

Στο Aγιονόρος ένας ασκητής που ζούσε σε σπηλιά, τις μεγάλες ημέρες κι αραιά και που, κατέβαινε στο μοναστήρι του για να μεταλάβει και να πάρει κανα καρβέλι ψωμί. Πάντα με δισταγμό έμπαινε στο μοναστήρι. Ένοιωθε άβολα μπροστά στην ευπρέπεια των μοναχών της μονής που είχαν το ζωστικό τους και το κοντό καθαρό να μοσχοβολάει λιβάνι, ενώ αυτουνού μισοσχισμένα ήταν τα ράσα του γεμάτα χώμα και στάμπες κιτρινιάρικες απ’ τον ιδρώτα.

Δόκιμος αγιορείτης μοναχός στις αρχές του 20ού αιώνα. (φωτογράφος: Προκόπιος ιεροδιάκονος)

Ένα μεσημέρι, λίγο πριν τον εσπερινό, φτάνοντας στην πόρτα του μοναστηριού, ακούμπησε το ταγάρι του στο πεζούλι δίπλα στις ποτίστρες κι αμέσως πήγε πιο πέρα να χαιρετήσει ένα φρέσκο καλογέρι, που σκούπιζε με θυμάρι στο καλντερίμι τις μπακαλίνες των μουλαριών. Αυτός, δόκιμος ακόμα, ήξερε όμως την περίπτωση του γέροντα, που νέος είχε φύγει απ᾽ το μοναστήρι για την κορυφή. Αμέσως παράτησε το θυμάρι και προσπάθησε να του βάνει μετάνοια και να του φιλήσει το χέρι. Όταν συναντήθηκε το βλέμμα τους μέσα στις πρόθυμες καλογερίστικες υποκλίσεις που έκανε ο ένας στον άλλον, με τη λαχτάρα του ποιος θα δώσει τελικά την υποταγή του-ο γέροντας αναχωρητής παγωμένος στάθηκε και έπιασε τα μαδημένα γένεια του.

Έβλεπε το νέο να έχει μεγάλο ενθουσιασμό στις μετάνοιες  – και θυμήθηκε τα νιάτα του. «Παιδί μου», του είπε, «όταν λιγοστέψουν οι τρίχες απ᾽ τα γένια σου, τότε θα νιώσεις και συ ότι ο μοναχός είναι σκυλί. Σε ένα σκυλί, αν του δώσεις ένα ξεροκόμματο, καλό θα του κάνεις, αν δεν του δώσεις ψωμί και του βαρέσεις μια κλωτσιά, να είσαι βέβαιος – το ίδιο καλό θα του κάνεις», κατέληξε κομπά ο γέροντας, κόβοντας κάθε περιθώριο για άλλη μετάνοια.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
Ο Μοναχός και η ρέγκα του. Δύο μικρές ιστορίες από το Αγιονόρος,
Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 36 (2003)