Tag Archives: κοινωνία

Αρχιεπίσκοπος μάνατζερ ή αρχιεπίσκοπος πατέρας;

Την πασχαλιάτικη έκδοση της Καθημερινής επέλεξε ο Χρήστος Γιανναράς για να αξιολογήσει τον αρχιεπίσκοπο και να θρηνήσει για λογαριασμό των κληρικών την ορφάνια που είναι βυθισμένοι οι ίδιοι αφού ο Ιερώνυμος δείχνει να λειτουργεί μάλλον ως μάνατζερ παρά ως πατέρας-ποιμένας επίσκοπος. Η θλιβερή διαπίστωση του Γιανναρά (στον οποίο ο τόπος οφείλει πολλά για τη διατύπωση ενός άλλου λόγου, διαφορετικού από την ακαδημαϊκή θεολογία) καταλήγει στο συμπέρασμα που αφορά το σύνολο όλων των αρχιεπισκόπων: «Ο ένας μετά τον άλλον οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος είναι άνθρωποι αξιοσυμπάθητοι, ο καθένας με τα δικά του χαρίσματα. Και διαιωνίζουν το κενό της πατρότητας και της αναστάσιμης μαρτυρίας».

Θρησκεία και υποκατάστατα

Οι πολλοί και οι λίγοι είναι στο επίκεντρο της ανάλυσης του Γιανναρά. Οι πολλοί που βλέπουν τον Χριστιανισμό ως μία ωφέλιμη θρησκεία ή ως ιδεολογία και όχι ως τρόπο ζωής. Και οι λίγοι «ίσως ελάχιστοι, μπορούν ακόμα να ψηλαφούν στο «Χριστός Ανέστη» κάτι από το πανηγύρι της χαράς για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για το Πάσχα – πέρασμα από το παράλογο της ύπαρξης στην ερωτική πληρότητα της ύπαρξης». Αναμφίβολα, ο συγκεκριμένος αρχιεπίσκοπος, Ιερώνυμος, σύμφωνα με το κείμενο, ανήκει στους πολλούς!

Δεν έχω διαβάσει άλλα κείμενα του Γιανναρά για τον αρχιεπίσκοπο. Και δεν θέλω να τον αδικήσω. Ωστόσο το συγκεκριμένο με τις γενικευτικές αποφάνσεις προκαλεί σκέψεις. Και δεν θέλω να αδικήσω ούτε τον αρχιεπίσκοπο που είναι στο «στόχαστρο».

Αυτό που «σκανδάλισε» ήταν κυρίως η τηλεοπτική εμφάνιση του αρχιεπισκόπου στους Πρωταγωνιστές του Θεοδωράκη (28 Μαρτίου). Έτσι, αυτό που χαρακτηρίζεται στο δημοσίευμα της εφημερίδας «θλιβερό περιαυτολογικό curriculum» το βλέπω σαν μια ευκαιρία επικοινωνίας του Ιερώνυμου με ευρύτερες λαϊκές μάζες. Ένας από τους πολλούς μιλάει με τους πολλούς…

Αρχιεπίσκοπος με θετική σκέψη

Moυ άρεσε, λοιπόν, που εκτέθηκε: ακούστηκε η αρρώστιά του, μίλησε για τον μισθό που παίρνει. Για τα παιδικά του χρόνια. Το μπάσκετ που του άρεσε. Την εκπαιδευτική του καριέρα. Για την αγάπη του στην αρχαιολογία και την επιστημονική έρευνα. Είναι, λες, ένας σαν και μας.

Μίλησε, ακόμη, για αποχώρηση από τα κοινά πράγματα και όχι για ισοβιότητα στον θρόνο. Ήταν ειλικρινής αλλά οριοθέτησε και προσωπικές του στιγμές. Ωστόσο μίλησε και σαν λογιστής. Μίλησε για τα «φιλέτα» της εκκλησίας. Αλλά όλα περιστρέφονταν γύρω από την ανακούφιση του λαού. Αρνήθηκε τη διαμάχη με την πολιτεία και τη στείρα αντιπαράθεση, ενώ αναφέρθηκε στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ανέφερε το δημοψήφισμα ως τρόπο επίλυσης ζητημάτων, όπως τα σύμβολα (εικόνες σε δημόσιους χώρους κλπ). Ακόμη, τόνισε πως έχουμε υποχρέωση να περιθάλψουμε όποιον έχει ανάγκη, πέρα από χρώμα και καταγωγή. Και για το κτίσιμο τζαμιού είπε πως «δεν υπάρχει αντίρρηση για να γίνει για την εξυπηρέτηση των μουσουλμάνων».

Ο Ιερώνυμος σχετικά με την πατριδολαγνεία ήταν αρνητικός, όπως και ιδιαίτερα προσεκτικός όταν μίλησε για τα εθνικά θέματα. «Η Εκκλησία δεν κάνει εθνική πολιτική» είναι το μήνυμα, αλλά της πολιτείας. Τι θέλει λοιπόν ο αρχιεπίσκοπος; Θέλει έργα διακονίας και παιδείας για τον κλήρο. Ειδικούς παπάδες που να μπορούν να διαχειριστούν καταστάσεις δύσκολες, όπως τοξικομανείς ή φυλακισμένους. Τον ενδιαφέρουν οι υποδομές και όχι τα έργα βιτρίνας. Επιμένει στα ναρκωτικά, το μεγάλο θέμα και την ανάγκη υποστήριξης ανθρώπων που είναι σε ανάγκη.

Λέει για τη φθορά της διοίκησης και τη νοσταλγία του για τα βιβλία. Επανέρχεται σε αυτό. Σα να έχει τάσεις φυγής και να δηλώνει έμμεσα πως έχει κουραστεί. Και έχει δικαίωμα να έχει κουραστεί.

Προτιμώ έναν αρχιεπίσκοπο που ομολογεί την κούρασή του και αναζητεί τον παράδεισο με τα βιβλία του, παρά έναν μαυροφορεμένο μίζερο κληρικό που στρουθοκαμηλίζει ηδονιζόμενος με θεολογικές κορώνες περί ακτίστους φωτός και αλληλοπεριχώρησης.

Καυτηριασμός για όλα

Προσωπικά με βρίσκει αντίθετο η θέση που παίρνει ο αρχιεπίσκοπος στη συνέντευξη με τον Θεοδωράκη για τις σχέσεις των φύλων εκτός γάμου ως πορνεία επικαλούμενος το ευαγγέλιο και τη διδασκαλία του. Κάτι που είχε πει, πρόσφατα, και στα Νέα σε ερώτηση για τη συμβίωση. Για μένα το θέμα είναι ότι δεν βοηθάει μια τέτοια γενίκευση ηθικιστικού χαρακτήρα. Γιατί εάν κάποιος είναι τόσο απόλυτος με το τι είναι και το τι δεν είναι ευαγγελική διδασκαλία θα πρέπει να μιλήσει για ΚΑΘΕ ΤΙ που αποκλίνει από την διδασκαλία του Χριστού. Να ορίζει τι είναι αγάπη και τι είναι μισανθρωπία. Έμπρακτη. Και τα λόγια είναι πράξη. Και για αυτό υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν για καυτηριασμό των κακώς κειμένων, εφόσον «δεν υπάρχει έκπτωσις». Σε εκκλησιαστικό κατεστημένο και πολιτική. Σε προσωπικό επίπεδο και σε κοινωνικό επίπεδο. Σε πρακτικές ατόμων αλλά και οργανισμών που αποσκοπούν αποκλειστικά στο κέρδος εξαχρειώνοντας και εκμαυλίζοντας συνειδήσεις. Ακριβώς πάνω σε αυτό ήταν εξαιρετικά εύστοχος για το Βατοπαίδι. «Το μοναστήρι δεν έχει πολυτελή ζωή» θα τονίσει,και προτείνει «αφού ήταν περιουσία του μοναστηριού θα μπορούσαν να την αξιοποιήσουν φτιάχνοντας το πανεπιστήμιο ή το νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη και ας ήταν ιδιοκτησία του Βατοπαιδίου…

Παρατηρώ ακόμη πως ενώ ο αρχιεπίσκοπος λέει ότι η Εκκλησία δεν είναι το φαίνεσθαι αναγκάζεται να προβεί σε μια σειρά απολογισμών για τα έργα της. Αυτό δεν είναι που ενοχλεί και τον Γιανναρά; Και ο οποίος λέει δηλητηριωδώς: «γιατί έβαλε υποψηφιότητα για αρχιεπίσκοπος και όχι για πρόεδρος της UNESCO ή του ΠΙΚΠΑ, αφού δεν έχει ούτε μια λέξη να πει για το νόημα της ζωής και το αίνιγμα του θανάτου, τίποτα για τον σταυρό και την ανάσταση; Σε τι διαφέρει η αγαθοεργία της Αρχιεπισκοπής από τις δραστηριότητες της UNESCO ή του ΠΙΚΠΑ, αν δεν είναι φανέρωση και μήνυμα ελπίδας για νίκη καταπάνω στον θάνατο;». Κι εγώ λέω: μα τι σημαίνει τελικά αναστάσιμη μαρτυρία στις μέρες μας; Ναι, κι εγώ θα ήθελα μάρτυρες της πίστης και ήρωες να τα βάζουν με τους πάντες και τα πάντα, αλλά ενθουσιάζομαι με το έργο που κάνει η Κιβωτός με τα παιδάκια που συγκεντρώνει και φροντίζει με επικεφαλής έναν απλό παπά με την παπαδιά του. Αν αυτές οι πρακτικές δεν είναι μορφές έμπρακτου ενδιαφέροντος προς τον συνάνθρωπο τότε τί είναι νίκη στον θάνατο; Δεν ξέρω. Αντιλαμβάνομαι όμως τι μπορεί να σημαίνει νιώθω υπερηφάνεια για έναν παπά και τη δουλειά που κάνει για τον άνθρωπο. Ανεξάρτητα από τα κίνητρά του. Σημασία δεν έχει αυτό που δίνει κανείς;

Το δράμα του διχασμού

Το δράμα νομίζω του αρχιεπισκόπου είναι ο διχασμός για τον οποίο μίλησε (αν και σε άλλα συμφραζόμενα) ο ίδιος σε δύο τρία σημεία της συνἐντευξης. Πόσο μπορείς να είσαι ο εαυτός σου και ταυτόχρονα μέλος ενός μηχανισμού που τείνει να σε συνθλίψει; Ο Ιερώνυμος γνωρίζοντας από τη μία πλευρά την ουσία της Εκκλησίας από την άλλη πλευρά οφείλει να υπερασπιστεί ένα κατεστημένο και γερασμένο θεσμό. Ο ίδιος με την παρουσία του διαφοροποιεί την τυπική εικόνα που έχει ο μέσος Έλληνας για έναν κληρικό και μάλιστα αρχιεπίσκοπο. Χρωματίζει αλλιώς τη συμβατική εικόνα αλλά χρειάζεται ακόμη κάτι τολμηρότερο: να σχεδιαστεί από την αρχή. Μόνο που αυτό απαιτεί μαχητικότητα ρήξεις χωρίς φόβο κόστους.

Τελειώνοντας νομίζω ότι ο Ιερώνυμος πρέπει να είναι ευτυχής με τις κριτικές που του γίνονται. Όχι επειδή είναι ευκαιρίες προσωπικής ταπείνωσης μέσω του δημόσιου λόγου αλλά γιατί συνιστούν αφορμές επαναδιαπραγμάτευσης με όλο αυτό το βουνό των ζητημάτων και των προτεραιοτήτων στο πρόγραμμα που έχει καταρτίσει. Που είναι βαρύ και ίσως δεν μπορεί να εκτιμηθεί πάντοτε στις πραγματικές διαστάσεις του.

Ο αρχιεπίσκοπος δεν είναι μάγος

Και δεν θα μπορούσε να είναι μάγος. Μπορεί να είναι επαγγελματίας κληρικός, αλλά αυτό δεν με χαλάει καθόλου. Όπως δεν με χαλάει και κάποιος να είναι επαγγελματίας της γραφής ή της κριτικής. Ο Ιερώνυμος μπορεί να μην είναι μάγος αλλά μπορεί να είναι καταλύτης και να δώσει ένα παράδειγμα ελπίδας. Αυτό, ναι, το θέλει ο κόσμος. Και τί παράξενο: είναι πολλοί που θέλουν ένα παράδειγμα. Από την άλλη πλευρά οι λίγοι μπορεί να συνιστούν μια ελίτ που ζουν στον δικό τους μικρόκοσμο που έχουν οριοθετήσει, ενώ τους αναμένει στη στροφή η συνάντηση με τον πειρασμό της αλαζονείας, με τη βαρεμάρα και την πλήξη…

Κλείνω αυτό το κείμενο λέγοντας, πως ο Ιερώνυμος είναι λογικός και προσγειωμένος. Είναι εξαιρετικά φιλικός και ήπιος.  Κυρίως, απλός. Πιστεύω ότι ο κόσμος τον αγαπάει, δείχνοντας ότι είναι σάρκα από τη σάρκα αυτού του τόπου.  Με αναπαύει. Είναι ένα πρόσωπο που εμπνέει σεβασμό σε όλα τα μορφωτικά στρώματα και παραπέμπει σε μια πατρική μορφή. Είναι μια ψυχή που έχει ανάγκη η Ελλάδα.

Νικηφόρος ήττα: Για το παρκάρισμα, τους εκλεχτούς και μια σφυρίχτρα

Μέσα στο κατακαλόκαιρο, στον Αύγουστο είδα πολλές κλήσεις στα παρμπρίζ σταθμευμένων αυτοκινήτων στο κέντρο της Αθήνας. Οι κλήσεις αυτές, συχνά, γράφονται πολύ πρωί, 7.30 με 8.30 που σημαίνει ότι τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ανήκουν σε κατοίκους και όχι εργαζόμενους ή περαστικούς. Υπηρεσιακό καθήκον  ή υπερβολικός ζήλος των αστυνομικών οργάνων; Ή μήπως μια ειλικρινής προσπάθεια για αποκατάσταση του νόμου σε μια χαοτική κοινωνία; Δεν ξέρω. Ως κάτοικος όμως του κέντρου νιώθω καθημερινά την ταλαιπωρία, ιδρωμένος, να βρω μια νόμιμη θέση στη γειτονιά που ζω και στους περιβάλλοντες δρόμους. Μάταια. Οι πινακίδες απαγόρευσης είναι περισσότερες από τους χώρους που επιτρέπεται η στάθμευση. Όλη αυτή η ιστορία, όπως τη βιώνω δεν παράγει δίκαιο… Continue reading

Ο αρχιεπίσκοπος, οι απαγωγείς και η διακονία των οδυνωμένων

Οι πρόσφατες δηλώσεις του αρχιεπισκόπου δείχνουν έναν άνθρωπο που ζει εντός του παρόντος κόσμου, του οποίου η πίστη δεν δαπανάται σε ηθικοπλαστικές διδαχές, δεν περιορίζεται στο τελετουργικό της αρχιεπισκοπείας, ούτε σε γενικόλογες δηλώσεις διπλωματίας αλλά εξειδικεύει το κοινωνικό του ενδιαφέρον σε γεγονότα που απασχολούν την κοινή γνώμη. Συγκεκριμένα, εμφανίζεται αλληλέγγυος με προσωπικά δράματα που συγκίνησαν και προκαλούν ακόμη πόνο στους οικείους των πρωταγωνιστών-θυμάτων και φόβο στο σώμα των πολιτών. Μέσα από αυτές τις παρεμβάσεις του δίνει και ένα παράδειγμα σάρκωσης του ευαγγελίου.

 

Paul Klee, Γύρω από το ψάρι, 1926.

Paul Klee, Γύρω από το ψάρι, 1926.

O αρχιεπίσκοπος είναι, όπως αυτοπροσδιορίζεται, πνευματικός πατέρας και πνευματικός αδελφός. Και θα προσθέσω που δεν μπορεί να μεροληπτεί. Είναι πνευματικός πατέρας όλων των παιδιών του, ανεξάρτητα εισοδήματος και πλούτου, ανεξάρτητα από τάξη ή μορφωτικό επίπεδο. Kαι, είναι παρήγορο ότι ενώ επισκέφτηκε στο νοσοκομείο τον άδικα χτυπημένο εργαζόμενο αστυνομικό στο Mουσείο, είχε κάνει και μια δήλωση για τον Aλέξη και τόν άδικο θάνατό του: «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου. Εγώ, βλέποντας όλα αυτά τα πράγματα, τα βιώνω συναισθηματικά σαν τον πατέρα εκείνον που το ένα του παιδί σκότωσε το άλλο, τον αδελφό του.» (Πρόναος, 11/12/2008).

Μου αρέσει που ο αρχιεπίσκοπος δεν λέει ανέκδοτα στα σχολεία για να κολακεύσει την εκπαιδευτική κοινότητα ούτε λαϊκίζει με αργκώ εκφράσεις τύπου «σας πάω». Και τον σέβομαι. Πιστεύω σε αυτόν, όπως φαίνεται από παλαιότερες αναρτήσεις μου. Aλλά δεν αντέχω να κρύψω ότι με προβλημάτισε (για να μην πω με ενόχλησε) η δημόσια παρέμβασή του για τους απαγωγείς του Παναγόπουλου εκλιπαρώντας να κάνουν την «υπέρβασή τους» και να απελευθερώσουν τον όμηρο. Kαι με προβλημάτισε όχι τόσο γιατί βρίσκω κάποιο άδικο στο αίτημα όσο για το ότι η παράκληση του αρχιεπισκόπου για έναν εκπρόσωπο του κεφαλαίου δημιουργεί ερωτηματικά για τις διακρίσεις που οφείλει να μην υποπέσει μελλοντικά ο προκαθήμενος της αρχιεπισκοπής.

Σύγκρουση με τις δυνάμεις της αδικίας

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω πως όταν ένας πανίσχυρος οικονομικά πονάει, τότε καλά κάνει και τον συμπονεί ο αρχιεπίσκοπος σαν άνθρωπος. Ωστόσο ως  εκκλησιαστική συνείδηση οφείλει να βγει και να καταγγείλει την πλεονεξία και την προκλητική χρήση του πλούτου. Εάν η Εκκλησία έχει μια αποστολή που δεν ταυτίζεται με τις ιστορικές δομές και τις αναγκαιότητες κοσμικών δυνάμεων εξουσίας, εάν δηλαδή η τριαδικότητα σημαίνει αγάπη που υπάρχει ως κοινωνία προσώπων που φωτίζεται, αποκτώντας  νόημα από το μέλλον, τότε η σύγκρουση με το δαιμονικό στοιχείο της ιστορίας, που εκφράζεται με την αδικία, είναι αναπόφευκτη. Ο Εφραίμ του Βατοπεδίου μιλούσε για τα θαύματα της αγίας ζώνης, πρσδίδοντας  κύρος στο κήρυγμά του, ενώ την ίδια στιγμή ο τόπος μας γνώριζε ένα παράδειγμα καλογηρικής δραστηριότητας που απέχει πολύ από το ιδανικό της ακτημοσύνης ή του πτωχού Ιησού, αφού ο τρόπος διαχείρισης των αγαθών του μοναστηριού δεν ξεχώριζε από τους τρόπους που λειτουργεί η αγορά, και οι επιχειρηματικοί οργανισμοί μέσα στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Ο Χρυσόστομος κραυγάζει για εκείνους που χρησιμοποιούν πολύτιμα αγγεία νυχτός, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν συνάνθρωποί του που δεν έχουν ψωμί να φάνε («Εις την Α´ προς Θεσσαλονικείς», PG 62). Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό, πώς μπορεί να πιστέψει κανείς ένα οποιοδήποτε μέλος της Εκκλησίας που μιλάει για μια άλλη διαχείριση του πλούτου όταν το ίδιο αυτό μέλος αδυνατεί να απαλλαγεί από αυτή τη μανία της συσσώρευσης πλούτου με σκοπό την ατομική ευωχία; Πώς μπορείς να ζητάς να αλλάξεις τον άλλο ή τολμάς να καταγγείλεις τον τρόπο ζωής του όταν εσύ ο εισαγγελέας και φρουρός του ηθικής είσαι ανίκανος να ζήσεις αυτό που εξαγγέλεις;

Η Εκκλησία είναι υπερταξική

Νομίζω ότι ο καθένας μας στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου βλέπει έναν εκπρόσωπο της Εκκλησίας. Και η αρχαία Εκκλησία εάν ξεχώρισε σε κάτι από τις άλλες θρησκευτικές ομάδες και κοινότητες ήταν στο ότι δεν διέκρινε στην αγάπη που έδειχναν τα μέλη της. Και για μένα αυτή είναι και η μοναδικότητα και η διαχρονικότητα του χριστιανικού μηνύματος: η διακονία σε κάθε θύμα οδυνώμενο. Κάθε βασανισμένο και ταλαιπωρημένο, αδικημένο και κοπιώντα που χρειάζεται ξεκούραση. Εάν η Εκκλησία θέλει να βγει από τη γυάλα της οφείλει να συναντήσει τους πονεμένους. Αλλά και να μιλήσει για αυτούς. Και ποιος είναι ο αδύναμος; Όποιος ταλαιπωρείται σε ό,τι το κράτος είναι ανίκανο να πραγματώσει αυτό, το υποτιθέμενο κράτος δικαίου. Έχω ακούσει ότι ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Δασκαλάκης (αν δεν κάνω λάθος στο όνομα) τη δεκαετία του 1960 πήγαινε και δοκίμαζε το φαγητό των εργατών στην καπνοβιομηχανία Καρέλια, κι ενδιαφερόταν για τους ανέργους της πόλης. Κι ο κόσμος τον λάτρεψε. Η Εκκλησία, και σήμερα, σε αυτή τη χαοτική φάση που ζούμε με τη χρεοκοπία των περιχαρακωμένων ιδεολογιών, είναι ελπίδα γιατί κρύβει μιαν απίστευτη δυναμική.

Η Εκκλησία οφείλει να είναι η φωνή των κοινωνικά αδυνάτων, εφόσον από τη σύστασή της η Εκκλησία είναι υπερταξική. Οφείλει, λοιπόν, να βγαίνει ο αρχιεπίσκοπος για κάθε έναν που δεν έχει στον ήλιο μοίρα; Θα ήταν το ιδανικό, πλην, μάλλον ουτοπικό.  Πάντως προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα εμφανίσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση ενός δημόσιου προφίλ, σε υπεράσπιση προσώπων που ελκύουν την προσοχή των μήντια. Όπως έγινε στις πρόσφατες δηλώσεις του Ιερωνύμου. Μοιάζει η εύκολη λύση που υποτάσσεται σε επικοινωνιακές τεχνικές. Κι ας μην είναι.

Το να αναφέρω παραδείγματα άλλων ενδεχόμενων παρεμβάσεων σε ανέστιους, για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και θύματα, όπως για μια Ουκρανέζα που την εκμεταλλεύεται ο εργοδότης της, για ένα φυγόδικο λαθρομετανάστη, ένα παιδάκι που βγαίνει στη ζητιανιά εκλιπαρώνας τα ψιχία των καλοζωισμένων, έναν εργάτη που τραυματίζεται θανάσιμα στη δουλειά του ή για έναν ναυτικό που τον καταπίνει η θάλασσα όταν το γκαζάδικο που δούλευε  δεν τηρούσε κανόνες ασφαλείας, ίσως είναι μάταιο. Με λίγη ευαισθησία και ενσυναίσθηση όλοι μπορούμε να δούμε ποιος έχει ανάγκη και να κάνουμε κάτι για αυτόν. Τουλάχιστον όσοι, όπως ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών αισθάνονται μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Με τα λόγια του Αλβανίας Αναστασίου, στὴν Καθημερινή: «η Εκκλησία έχει χρέος να αγωνίζεται για δικαιότερους κοινωνικούς θεσμούς, διορατικές ρυθμίσεις, περισσότερη αλληλεγγύη, γνησιότερη αγάπη. Βεβαίως, αν παραμείνει σε θεωρητικές διακηρύξεις, δεν πείθει. Η πιο σημαντική βοήθεια και διαρκής παρέμβαση είναι η διακήρυξη αυτών των αληθειών με τη συνεπή συμπεριφορά, με το έργο των μελών της, ιδιαίτερα όσων έχουν υπεύθυνη θέση.»

Υποκριτική φροντίδα;

Επανέρχομαι. Προς τι, τελικά, η ικεσία του αρχιεπισκόπου που εκλιπαρεί «αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι παρασύρθηκαν σε αυτή την πράξη» και τους ζητά να κάνουν μια υπέρβαση; Ίσως ο κ. Παναγόπουλος να είναι μεγάλος ευεργέτης της Εκκλησίας. Μπορεί να είναι απλώς φίλοι.  Ίσως, και μόνο να συγκίνησε τον μακαριώτατο η ιστορία του που πρωταγωνιστεί σε όλα τα δελτία με τη φόρτιση που προσφέρει η αδύναμη υγεία. Σε κάθε περίπτωση δεν θέλω να ερμηνεύσω την πράξη του ως μία υποκριτική φροντίδα που αποσκοπεί αλλού. Αλλά η μετάνοια που ζήτησε από τους απαγωγείς καλό θα ήταν να τη ζητήσει και από τους θύτες, από όσους κλέβουν συνειδήσεις και ζωές αδυνάμων.

Το θέμα είναι ότι εάν ο αρχιεπίσκοπος αισθάνθηκε ότι οφείλει τώρα να μιλήσει ας μην ξεχάσει ότι όταν ο Mατθαίος γράφει για τη δεύτερη μεγάλη εντολή, μετά την αγάπη του Θεού, δηλαδή το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» δεν υπάρχει προσδιορισμός ποιος είναι αυτός ο πλησίον. Πάντως, ο Χριστός, στην επίγεια ζωή του, ταυτίστηκε με τους ανέστιους και τους ξένους! 

Και όλοι θέλουν να αισθάνονται κοντά τους κι έχουν ανάγκη έναν πνευματικό πατέρα. Και πέρα από την υλική αλληλεγγύη οι άνθρωποι που είναι σε ανάγκη, κοινωνικά ασθενείς, χρειάζονται κάποιον που να είναι τολμηρός στις παρεμβάσεις του και ειλικρινής, να μη χαρίζεται στους ισχυρούς και κυρίως να μην δείχνει ούτε καν την εντύπωση ότι ταυτίζεται μαζί τους. Έστω και με τα λόγια. Γιατί τα λόγια είναι δράση , δηλαδή πράξεις.

Τώρα, πριν την τελεία, η γεύση μου μετά τις δηλώσεις του αρχιεπισκόπου παραμένει ένα μούδιασμα…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ «διακονία των οδυνωμένων» είναι μια φράση που προέκυψε από την ανάγνωση του εξαιρετικού βιβλίου του Θανάση Παπαθανασίου Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2008.

Η ενοχή της γενιάς της μεταπολίτευσης και άλλες άτακτες σκέψεις

Tο πρωτόγνωρο θέαμα εφήβων να αντιπαρατίθενται στους αστυνομικούς μοιάζει να είναι η ενσάρκωση μιας ιδεατής εικόνας του ατόμου με εξαιρετικές δυνάμεις, που διαθέτει μια γενναιότητα που ταιριάζει σέ ήρωες. Από την άλλη πλευρά η χωρίς διάκριση καταστροφή ξένης περιουσίας, που υπερβαίνει σύμβολα καταπίεσης ή εκμετάλλευσης του ανθρώπου, παραπέμπει σε μια θριαμβευτική εκδίκηση: τώρα, μπορώ κι επιτυγχάνω, είμαι τόσο δυνατός που μπορώ και ταπεινώνω τους θεσμικά πανίσχυρους.

Κρίση εμπιστοσύνης

Τουλάχιστον, αυτή η εικόνα παίζει στα κανάλια. Αναμφίβολα, υπάρχει κοινωνική αναστάτωση. Κάποιοι οργισμένοι που τα σπάνε, κάποιοι άλλοι που κλέβουν, και οι περισσότεροι καθισμένοι στον καναπέ να παρακολουθούν με απληστία τα δρώμενα. Μετά το έργο «Εφραίμ ο Αθωνίτης» το έργο «Οργή και πλιάτσικο στη γιορτινή Αθήνα» κόβει πάρα πολλά εισιτήρια, έχει θέσεις για όλους και δεν διώχνει κόσμο. Φυσικά, κανείς, πλέον, δεν μιλά πια για τις καλογερικές επενδύσεις των δωρεών των υψηλών ευεργετών.

Στις συγκεντρώσεις, ωστόσο, παίζουν και άλλα σενάρια, για το ποιοι κρύβονται πίσω από τα γεγονότα. Κυρίως, όμως πέρα από τους πραγματικά ιθύνοντες των καταστροφών και των λεηλασιών οφείλω να πω ότι τα παιδιά στην πλειονότητά τους, αυτά που βγαίνουν και διαμαρτύρονται λειτουργούν αυθόρμητα και η ζωντάνια τους δεν έχει σχέση με τους βαριεστημένους αδρανείς φοιτητές που συμμετέχουν ελάχιστα στα κοινά, με εξαίρεση ορισμένες αριστερές παρατάξεις. Μάλιστα, στη σημερινή συγκέντρωση πάρα πολλοί το πληροφορήθηκαν μέσω μηνυμάτων στο MSN και στο Face book.

Αυτό που διαβάζω, πίσω από τις κινητοποιήσεις είναι πως το κυρίως μήνυμα των παιδιών που κραυγάζουν με άτακτο τρόπο τη συγκίνησή τους για τον άγριο θάνατο του συνομηλίκου τους επιβεβαιώνει την κρίση εμπιστοσύνης προς τους μεγάλους, και στρέφεται κατά μιας γενιάς που δεν κατάφερε να τους δώσει νόημα ζωής, και περιεχόμενο στην καθημερινότητα. Και με την πράξη αυτή δείχνουν να εκφράζουν όχι απλώς τον εαυτό τους, αλλά ένα γνήσιο κομμάτι που ασφυκτιούσε μέσα στην τυραννία των πρέπει και στη δεοντολογία της ανατροφής.

Ενίσχυση των ψευδαισθήσεων

Αλήθεια, πόσοι γονείς που οι ίδιοι θέλουν τα παιδιά τους να πρωτεύουν στο σχολείο, στην πισίνα, στις γλώσσες, στον χορό ή στον αθλητισμό, έχουν ρωτήσει τα ίδια τα παιδιά εάν θέλουν να υπερέχουν στην τάξη τους ή την ομάδα τους; Να έχουν την εμμονή και να είναι ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΑ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ; Πότε οι μεγάλοι, γονείς και δάσκαλοι, αναρωτιούνται κατά πόσο καλλιεργούν ψυχαναγκαστικές τάσεις στα εύπλαστα φυντάνια, χωρἰς τα ίδια να μπορούν να συλλάβουν τα αίτια αυτής της μανίας, και της φιλοδοξίας για την επίτευξη στόχου χωρίς, τελικά, ξεκάθαρη και πειστική αιτιολογία; Αλλά μόνο και μόνο επειδή πρέπει, το άτομο να είναι στο επίκεντρο! Επειδή είναι έξυπνο, επειδή είναι ταλαντούχο, είναι ετοιμόλογο ή είναι όμορφο. Χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς για την απληστία και την αγωνία του να είναι στο επίκεντρο, γιατί έτσι έχει μάθει μόνο να υπάρχει. Και δίχως να νοιάζεται για την ενίσχυση των ψευδαισθήσεων που αγνοούν τι σημαίνει όριο, τι σημαίνει δικαίωμα του άλλου, τι σημαίνει σέβομαι την ετερότητα, με άλλα λόγια: δίχως να ψάχνει πώς να σχετίζεται με τους άλλους. Και πόσο είναι αληθινά όσα αισθάνεται για τους γύρω του.  Απλά, θέλει και μόνο να ξεχωρίσει, να δοξαστεί. Όλα δείχνουν ότι το υλιστικό όραμα είναι αποτυχημένο. 

Η ανάγκη για ζεστασιά

Ίσως, θέτω πολλά, και άτακτα, αλλά στα γεγονότα των ημερών το στερεότυπο των καλὠν και των κακών επανέρχεται διαρκώς σε κάθε συζήτηση. Προσωπικά, είμαι σκεπτικιστής και αντίθετος σε διακηρύξεις που οριοθετούν τα πράγματα με κριτήριο έναν εχθρό και την εξαφάνισή του πέρα από κάθε έννοια ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο καθένας που βρίσκεται στη μία από τις δύο αντίπαλες ομάδες θα ονομάσει τρομοκρατία ότι δεν έχει συμφωνηθεί ως όρος του πολεμικού τους παιγνιδιού. Εννοείται ότι από την πλευρά του ισχυρού τα κριτήρια για την καταστολή τα θέτει ο ίδιος.

Μιλώντας για εχθρό στο νου μου έρχεται ο φανατισμός. Παλαιότερα υπήρχε ο χουλιγκανισμός. Δεκάδες νέα παιδιά στρατεύονταν και πλαισίωναν ομάδες φιλάθλων, όπου το ποδοσφαιρικό αγώνισμα γινόταν λατρεία και θρησκεία. Στο όνομα της ομάδας μπορούσαν να γίνουν σχεδόν τα πάντα. Ο έφηβος έβρισκε εκεί ταυτότητα, για να περάσει στη συνέχεια στην ενηλικίωση. Το σημαντικό είναι ότι εκεί τα παιδιά ένιωθαν ασφάλεια και ζεστασιά, σε ένα περιβάλλον εχθρικό, που καλλιεργούσε το όραμα μιας ατομικής ευδαιμονίας χωρίς να επιδιώκει την ένταξη στο εμείς. Σήμερα, είναι ορατή αυτή η αίσθηση της συλλογικότητας που βιώνουν τα παιδιά. Είναι μαζί ενωμένα μετά από ένα θλιβερό γεγονός και υπάρχουν με ένα νόημα που δεν τους δίνουν ούτε οι υποσχέσεις για το αβέβαιο μέλλον τους ούτε οι εικόνες για την ευτυχία τους, όπως τις κατασκευάζουν και τις σερβίρουν οι μεγάλοι. Ποιος μποροεί να αρνηθεί ότι οι μαθητές, μέσα από τα δρώμενα των ημερών, ενώνονται ωριμάζοντας μέσα σε μια αίσθηση κοινότητας;

Ευθιξία και αλαζονεία

Ο πυροβολισμός σε ένα πλάσμα ανυπεράσπιστο για λόγους ευθιξίας, λόγοι, δηλαδή, που απέχουν πόρρω από την επαγγελματικότητα που θα όφειλε να επιδειχθεί από έναν φύλακα της κοινωνικής ειρήνης, παραπέμπουν σε μια αλαζονεία που σχετίζεται με τη δύναμη και την απαίτηση της απαλλαγής από κάθε ενοχή, ή την ψευδαίσθηση ότι οι άλλοι οφείλουν να υπακούουν τυφλά ένα όργανο της τάξης, κι ας γίνεται όργανο αταξίας. Από την άλλη πλευρά ή αίσθηση ότι τα παιδιά, επειδή είναι παιδιά μπορούν να συγχωρούνται για όσα πράττουν, χωρίς τα ίδια να έχουν συναίσθηση των ορίων, δεν εκτρέφει μια αλαζονεία που μόνο καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να προκαλέσει; Ή μάλλον μέχρι πότε μπορεί να καλλιεργείται η υποκρισία που λέει ότι τα πάντα μπορούν να είναι εφικτά χωρίς κόστος και τίμημα; Και όταν έρθει η στιγμή της εφαρμογής κανονισμών, νόμου και ορίων τότε την στρίβει; Δηλαδή αποποιείται τις ευθύνες που του αναλογούν. Θέλω να πω ότι είναι συγκλονιστικό να βλέπει κανείς το μεθύσι μιας γιορτής σε μορφές εξέγερσης όπου αγνοείται ή υποτιμάται το γεγονός του δυστυχήματος ή και του θανάτου, απωθώντας ενδεχομένως μια τέτοια προοπτική: σε μένα δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ το κακό. Όταν, όμως, συμβεί το μοιραίο, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα πανικού, όπου κυρίως, μεταβιβάζονται οι ευθύνες. Οι άλλοι είναι υπεύθυνοι για τις προσωπικές συμφορές.

Η Φιλιπινέζα του συστήματος 

Τελικά, ποια είναι τα παιδιά που αγριεύουν; γιατί τόσο ανυπακοή; Το ενδεχόμενο της χαρτογράφησης της κοινωνικής καταγωγής των παιδιών που εμφανίζονται πιο δραστήρια στα πρόσφατα γεγονότα, είναι πολύ πιθανό ότι θα απεικόνιζε μια ευρεία διαστρωμάτωση, χωρίς περιορισμούς, ας πούμε, στα δυτικά προάστια ή σε άλλες υποβαθμισμένες περιοχές.

Θέλω να καταλάβω τι έχει συμβεί. Και το πρώτο που βλέπω είναι για άλλη μια φορά η εύκολη λύση της ετικέτας: «Τα δεκαπεντάχρονα είναι κωλόπαιδα». Ή «οι αστυνομικοί είναι δολοφόνοι». Ωστόσο, πίσω από τα αυτά τα παιδιά, βλέπω μια ενοχή της γενιάς της μεταπολίτευσης για τα όρια. Και εννοώ μια νοοτροπία που κυριάρχησε και στην αγωγή και στην εκπαιδευτική πρακτική που ήθελε να αποτινάξει το στίγμα του αυταρχισμού μιας παιδείας που είχε βγει από τα σπλάχνα της δικτατορίας. Σκέπτομαι τους γονείς των σημερινών εφήβων. Εάν ήταν 25 ετών πριν 15 χρόνια, είχαν γεννηθεί το 1968, την εποχή της αμφισβήτησης. Την 9ετή υποχρεωτική παιδεία την έκαναν μεταξύ 1975 και 1981. Και κατά ένα παράξενο τρόπο όλες οι χρονολογίες είναι πολύ σημαντικές. Όταν ήταν οι γονείς αυτοί δεκαπεντάχρονοι βίωναν τον ενθουσιασμό της ελληνικής κοινωνίας για αλλαγή που έφερνε το θριαμβευτικό αποτέλεσμα των εκλογών. Αλλαγή στα πάντα. Και στην παιδεία. Το αίτημα μιας αγωγής που ήθελε τον μαθητή στο επίκεντρο μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο ανάπτυξης της προσωπικότητας του εφήβου. Ήταν η στιγμή που ολοκληρωνόταν η μετάβαση της αγωγής και της κοινωνικοποίησης από την οικογένεια στο σύγχρονο κράτος και τους θεσμούς του, όπως η εκπαίδευση. Κάτι που είχε ξεκινήσει από πολύ παλαιότερα, τον 19ο αιώνα, δείχνει να κάνει τον κύκλο του. Υπεύθυνοι για την αγωγή είναι οι επίσημοι δάσκαλοι, οι οποίοι, όμως αποκτούν μια δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, έρμαια πολιτικών αντιφατικών, ανάλογα με τη διακυβέρνηση. Από τη μεταπολίτευση, με την τρομερή κομματικοποίηση, η παιδεία μοιάζει να είναι για μια ακόμη φορά η Φιλιπινέζα του συστήματος. Και οι μαθητές πειραματόζωα των πολιτικών, υποψήφιοι ενήλικες και ψηφοφόροι χωρίς κριτικό πνεύμα, εγκλωβισμένοι σε εξετάσεις απομνημονευμένων κειμένων, σος, και σε μια βαριεστημάρα, που διακόπτεται από τα φροντιστήρια ή τις πολυήμερες.

Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ουσιαστικά δεν κτίζουμε ένα μέλλον για τους αυριανούς πολίτες του κόσμου. Δημιουργούμε ένα θερμοκήπιο για να συντηρήσουμε τον μικρόκοσμό μας, τα όνειρα που δεν προφτάσαμε οι μεγάλοι να υλοποιήσουμε. Και συνειδητά ή ασυνείδητα προσπαθούμε να τα δούμε να γίνονται πραγματικότητα στις προεκτάσεις μας, στα παιδιά.  Και όχι σαν αυτόνομες και μοναδικές οντότητες.

Και, τώρα, νά, μετά τον τραγικό θάνατο του Αλέξη, ίσως κάποιοι μιλήσουν για ένα κίνημα που αναδύεται… Πάντως, τα μήντια θα προσκαλέσουν τα παιδιά στις εκπομπές, δήθεν για να τα καταλάβουν, να πουν τα παράπονά τους στους μεγάλους, τα άγχη τους για να λάβουν το κήρυγμα των παρουσιαστών που παλιμπαιδίζουν…

Και τι θα μείνει άραγε μετά, αφού ξεθυμάνει η «οργή»; Απαντώ ευθέως αυτό που προαισθάνομαι: φόβος, φόβος, φόβος. Ότι καλύτερο δηλαδή για το σύστημα…