Tag Archives: Σεραφίτα Γρηγοριάδου

Τραγωδία εκδίκησης

Είναι ένας τίτλος που ταιριάζει σε όλα τα τρέχοντα και ρέοντα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, όπου με τον καταιγισμό των νέων οικονομικών μέτρων το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι η απονομή δικαιοσύνης και η αποκατάσταση της τάξης από μια αδικία που συντελέστηκε . Στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη σπατάλη που έχει γίνει στο Δημόσιο αλλά κανείς δεν ήταν και δεν είναι υπόλογος. Και δεν είναι υπεύθυνοι ούτε οι συνταξιούχοι ούτε οι μισθωτοί. Σα να αθωώνεται ο διαχειριστής μιας πολυκατοικίας από το άδειασμα του ταμείου του και του αποθεματικού του… Ποιος θα αποκαταστήσει τότε την τάξη;

Ωστόσο, ο τίτλος αφορά δύο παραστάσεις που παίζονται στην Αθήνα μετά το Πάσχα και έχουν σκηνοθετηθεί από δύο γυναίκες, την Κατερίνα Ευαγγελάτου και την Άντζελα Μπρούσκου.

Μέχρι πού μπορούν να φτάσουν τα αντίποινα; Ο μωσαϊκός νόμος «οφθαλμός αντί οφθαλμού» ανταπόδιδε τα ίσα σε μια αδικία, κάτι σαν αυτό που ξέρουμε ως βεντέτα. Τί συμβαίνει όμως όταν αυτό δεν τελειώνει ποτέ; Πόσο αίμα χρειάζεται να χυθεί για να πάψει η τρέλα της αλληλεκδίκησης και η μανία της ρεβάνς; Πώς μπορεί να προφυλαχθεί κανείς από τις εξάρσεις του θυμού του άλλου; Και πότε κανείς έχει το δικαίωμα να υποκαταστήσει τον ρόλο που έχει η κοινωνία στην απονομή της δικαιοσύνης; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που αναδύονται από τις τραγωδίες εκδίκησης, οι οποίες εξωτερικά δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα σύγχρονα θρίλερ τρόμου και μυστηρίου.

Η πρώτη παράσταση είναι ενός σπανίως παιζόμενου έργου που γράφτηκε μεταξύ 1582 και 1592 από τον Τόμας Κυντ, και λέγεται The Spanish Tragedy. Θεωρείται το πρώτο δείγμα ενός ιδιαίτερου είδους που ανθεί στην ελισαβετιανή Αγγλία, την τραγωδία εκδίκησης.

Η πλέον γνωστή τραγωδία εκδίκησης είναι ο περίφημος Άμλετ: ο κεντρικός ήρωας θέτει στόχο να ανταποδώσει για κάποιο κακό που του συνέβη. Η βασική έμπνευση για τα έργα αυτά που είναι βουτηγμένα στο αίμα θεωρείται πως προέρχεται από τον λατίνο Σενέκα, που ήταν γνωστός στην Αναγέννηση, κυρίως μέσα από την εκπαίδευση και την ενασχόληση με τα λατινικά.

Στην «Ισπανική τραγωδία» του Τόμας Κυντ η Εκδίκηση εμφανίζεται ως χαρακτήρας στη ροή της υπόθεσης.

Στην Εκδίκηση (όπως λέγεται η Ισπανική Τραγωδία στην παράσταση της Ευαγγελάτου), ο ιππότης Ντον Αντρέα αναζητά μεταθανάτια δικαίωση. Έχει σκοτωθεί σε μία μάχη με τους Πορτογάλους και είναι πλέον ένα περιπλανώμενο φάντασμα. Νεκρός πια, συντροφιά με την Εκδίκηση της αφηγείται την ιστορία του θανάτου του. Είχε ερωτευθεί την πανέμορφη πριγκίπισσα Μπελιμπέρια και τον σκότωσε ο Μπαλτάζαρ, πρίγκιπας της Πορτογαλίας, που τον ζήλευε.

Η Ευαγγελάτου έχει απόλυτη συναίσθηση ότι πρόκειται για ένα έργο που αφορά το σήμερα, όταν λέει: Η εποχή μας δεν απέχει πολύ από την ελισαβετιανή εποχή του Τόμας Κυντ. Και τότε παρατηρούνταν φαινόμενα κοινωνικής και πολιτικής διαφθοράς, αδικίας και παρακμής. Και όπως τότε οι ευγενείς ήταν αποκομμένοι από την καθημερινότητα του λαού, έτσι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν τι σημαίνει «ζητιάνοι, μετανάστες, ανέχεια». Υπάρχει ένα ποσοστό συμπολιτών μας που είναι αποκομμένοι από την πραγματικότητα, εγκλωβισμένοι στο γυάλινο κάστρο τους. Είναι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση και τις φούσκες, αυτοί που κατανάλωναν σαν να μην υπάρχει αύριο. (Συνέντευξη στην Ιωάννα Μπλάτσου, Κ της Καθημερινής, 2/5/2010).

Η Εκδίκηση του υπόσχεται ότι όταν θα έχει τελειώσει το έργο θα έχει απολαύσει την εκδίκησή του. Το έργο ξεκινάει και οι δύο τους σαν χορός παρακολουθούν την υπόθεση. Η Μπελιμπέρια αποφασίζει μέσω του Ορατίου να εκδικηθεί τον φόνο του αγαπημένου της. Ωστόσο τον Οράτιο τον σκοτώνει ο Λορέντζο (ο αδελφός της) και ο Μπαλτάζαρ. Τώρα έχει σειρά να πάρει εκδίκηση ο Ιερώνυμος, ο πατέρας του Οράτιο που μαθαίνει από ένα γράμμα για τους δολοφόνους του γιου του. Στήνεται μία tragedia cothurnata και αντί για ηθοποιούς θα παίξουν τους ρόλους οι πραγματικοί ήρωες του έργου. Κατά τη διάρκεια της δράσης ο Ιερώνυμο σκοτώνει τον Έραστο (Λορέντζο), η Μπελιμπέρια μαχαιρώνει τον Σολιμάν (που έπαιζε ο Μπαλτάζαρ) και αμέσως μετά αυτομαχαιρώνεται. Όλοι είναι πραγματικά νεκροί γιατί τα μαχαίρια δεν ήταν ψεύτικα. Ξαφνικά ο Ιερώνυμο αποκαλύπτει στο έκπληκτο κοινό το νεκρό του γιο τραβώντας μια κουρτίνα.

Στο τέλος κλείνει το έργο που είχε γράψει ο ίδιος ο Ιερώνυμο εντυπωσιακά:

Και τώρα Βασιλιάδες κοιτάξτε τον Ιερώνυμο,

τον εμπνευστή κι εκτελεστή αυτής της τραγωδίας.

Έχει τη μοίρα του στα χέρια του

και θα κλείσει το ρόλο του θεαματικά

όπως και οι άλλοι ηθοποιοί έκαναν προηγουμένως.

Τώρα χειροκροτώ το έργο μου.

Κύριοι, εδώ η η παράσταση τελειώνει.

Δεν έχω άλλα λόγια, η γλώσσα μου παγώνει.

(Τρέχει για να κρεμαστεί).

Στην καταληκτήρια σκηνή ο Ντον Αντρέα ικανοποιείται και ζητά από την Εκδίκηση να κρίνει τα βασανιστήρια των κακών: στον τροχό του Ιξίονα, στη θέση του Σίσυφου, μέσα στις φλόγες του Αχέροντα. Όλα έχουν αποκατασταθεί. Οι φίλοι του Ντον Αντρέα θα πάνε σε μέρη φιλικά και παραδεισένια.  Όσο για τους εχθρούς του, τώρα αρχίζει η πραγματική τραγωδία τους. Δεν υπάρχει συγχώρεση.

Η Ευαγγελάτου καταπλήσσει με την αισθητική αρτιότητα της παράστασης μιας τραγωδίας εκδίκησης, στο παιχνίδι σκιάς και φωτός, ύλης και πνεύματος.

Η Ευαγγελάτου με πολύ λιτά μέσα, βασιζόμενη κυρίως στο φως και τους κατοπτρισμούς, παίζοντας με τις εναλλαγές μιας διάφανης υλικότητας, σε βάζει από την αρχή στο μαγικό παιχνίδι του θεάτρου. Το βασίλειο του κάτω κόσμου είναι τόσο μακριά και ταυτόχρονα τόσο κοντά με το βασίλειο της γης! Ταυτόχρονα, αξιοποιεί τον ρητορισμό του έργου για να αναδείξει κωμικά και χιουμοριστικά στοιχεία, ελαφραίνοντας το αντικειμενικά βαρύ θέμα. Στο καλό αποτέλεσμα βοηθούν οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών που κινούνται ευέλικτα μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά χώρου. Φεύγοντας από την παράσταση ένιωθα ότι βρισκόμουν σε μια μικρή σκηνή ενός πύργου που είχε δοθεί μια παράσταση προς τιμήν των καλεσμένων.

Ο Τίτος Ανδρόνικος του Σαίξπηρ, γράφτηκε αρχές του 1590 και θέτει πάλι το θέμα της εκδίκησης μέσα από μια σειρά 14 φόνων, εκ των οποίων οι 9 γίνονται επί σκηνής, κανιβαλισμό με πίτες ανθρωπίνων μελών, και πολύ πολύ βία. Το θέμα πηγαίνει πίσω στο τέλος του ρωμαϊκού κόσμου, όταν ο στρατηγός Τίτος επιστρέφει από μια μάχη φέρνοντας αιχμάλωτη την βασίλισσα των Γότθων Ταμόρα. Θυσιάζει τον μεγαλύτερο γιο της, για να εκδικηθεί τον θάνατο τριών παιδιών του στον πόλεμο. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει η ρεβάνς που δεν έχει τέλος.

Η Μπρούσκου είχε στη διάθεσή της την τεράστια σκηνή του θεάτρου REX, και έπαιξε με τον κεντρικό περιστρεφόμενο μηχανισμό, επάνω στον οποίο είχαν στηθεί όμοια τραπέζια που αποκτούσαν διάφορους σχηματισμούς στην πορεία της παράστασης. Μία τηλεόραση στα δεξιά έπαιζε εικόνες από όσο κατάλαβα μιας ιστορίας με μονομάχους. Στα αριστερά κάποια βαλσαμωμένα πουλιά!!! Ωστόσο το έργο δεν είχε «λιώσει». Η σκηνή του θεάτρου μου φαινόταν απίστευτα μεγάλη και οι ηθοποιοί πολύ μικροί.

Ο Μηνάς Χατζησάββας ως στρατηγός που έχει πολεμήσει τους Γότθους και στο τέλος δείχνει να παραφρονεί.

Παρά τους καλούς ηθοποιούς η παράσταση δεν έδειχνε να διαθέτει ισορροπία και συντονισμό. Όσο περνούσε η ώρα ένιωσα την ανάγκη να ακούσω την παράσταση σαν παραμύθι με μόνο ηθοποιό performer τον Χατζησάββα.

Το δίδαγμα που εισπράττω από τα έργα: η εξουσία είναι δυστυχία. Και όσοι τη διαχειρίζονται είναι απίστευτα μοναχικά άτομα που φοβούνται την αγάπη των άλλων! Σα να είναι καταδικασμένοι να ζουν στη φυλακή της φιλαυτίας τους! Διαβάστε τους παρακάτω στίχους για να δείτε πόσο επικαιρότητα κρύβουν:

Κακότυχοι είναι οι βασιλιάδες

Γιατί θρονιάζουν αβοήθητοι ανάμεσα σε τόσους φόβους.

Πρώτα εκτινασσόμαστε σε απίστευτα ύψη,

αλλά συχνά μας εκτοπίζουνε με ασυγκράτητη μανία

κι είμαστε πάντα υποταγμένοι στης τύχης τον τροχό.

Ακόμα κι όταν είμαστε στην κορυφή

φοβόμαστε, τρέμουμε την ανατροπή

Το άγριο πάλεμα της θάλασσας με όλους τους ανέμους

δεν είναι τίποτα μπρος στις ριπές της μοίρας μες στη ζωή ενός βασιλιά.

Οι βασιλιάδες θέλουν όλοι να τους τρέμουνε,

αλλά οι ίδιοι τρέμουνε όταν τους αγαπάνε.

(Εκδίκηση, Γ´, 1)

Αν η επιτυχία μιας παράστασης είναι το χειροκρότημα του κοινού στην παράσταση της Ευαγγελάτου ο νεανικός κόσμος παραληρούσε. Στη σκηνή του Εθνικού το χειροκρότημα ήταν μουδιασμένο και καθωσπρεπικά επιβαλλόμενο…

ΑΜΦΙ-ΘΕΑΤΡΟ, Εκδίκηση

  • Μετάφραση: Κατερίνα Τσαμαδιά-Κατερίνα Ευαγγελάτου
  • Σκηνοθεσία-Δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
  • Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα-Ράνια Υφαντίδου
  • Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
  • Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Παίζουν: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Σεραφίτα Γρηγοριάδου, Κωστής Καλλιβρετάκης, Νικόλας Παπαγιάννης, Λευτέρης Πολυχρόνης, Σωτήρης Τσακομίδης, Βαγγέλης Ψωμάς

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΘΕΑΤΡΟ ΡΕΞ-ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ, Τίτος Ανδρόνικος

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ: Τίτος Ανδρόνικος

  • Μετάφραση Γιώργος Δεπάστας
  • Σκηνοθεσία-Κοστούμια Άντζελα Μπρούσκου
  • Μουσική Απόλλων Ρέτσος
  • Σκηνικά Γκάυ Στεφάνου
  • Κίνηση Ηλίας Χατζηγεωργίου
  • Φωτισμοί Νίκος Βλασσόπουλος
  • Δραματολόγος παράστασης Βιβή Σπαθούλα
  • Βοηθός Σκηνοθέτη Σοφία Παπαδοπούλου

Παίζουν: Κώστας Βασαρδάνης, Δημήτρης Αγαρτζίδης, Μηνάς Χατζησάβας,  Θέμης Πάνου, Ιπποκράτης Δελβερούδης, Παναγιώτης Κατσώλης, Παναγιώτης Λάρκου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Πέτρος Μάλαμας, Ηλίας Κουνέλας, Κώστας Φαλελάκης

Wolfgang: Το μυστήριο της αγάπης και της κακοποίησης

ΑΑπό την αρχή καθηλώνεσαι: Κομμένα χέρια προβάλλουν από το χάος του σκότους κρατώντας τεράστια ψαλίδια κήπου. Ο υπερρεαλιστικός πίνακας παίρνει άλλο νόημα όταν ο ήχος κοπής των λεπίδων σκίζει τον αέρα. Χριτς! Χρατς! Ο ήχος αυτός γίνεται και μότο της παράστασης με πρωταγωνιστές ένα παιδί που μεγαλώνει έγκλειστο σε ένα υπόγειο και τον άντρα που το έχει φυλακίσει.

Τα ψαλίδια

Η έγκλειστη Φαμπιέν μπορούσε να εξοντώσει τον Βολφ, αλλά ανέπτυξε μέσα από τη σχέση θετικά συναισθήματα, κα αισθανόταν ότι την είχε προφυλάξει από κινδύνους. Στο τέλος, όταν επιστρέφει ελεύθερη στο σπίτι μονολογεί: «Θα μπορούσα να σε είχα σκοτώσει… Είχα την ευκαιρία… Το βράδυ που σε πήρε ο ύπνος δίπλα μου… Ήσουν αδύναμος… και το κλαδευτήρι ξεχασμένο στην άκρη… Θα μπορούσα να σου έχω κλαδέψει το κεφάλι».

Η ιστορία του έργου του Γιάννη Μαυριτσάκη Wolfgang βασίζεται στη ζωή της Νατάσας Κάμπους που βίωσε για οκτώ έτη μια σχέση ομηρίας που φαινομενικά αποκλίνει από τον μέσο όρο. Τ0 1998 στη Βιέννη, η Νατάσα, μόλις 10 ετών, εξαφανίστηκε όταν πήγαινε στο σχολείο. Η μαθήτρια είχε απαχθεί από τον Βόλφγκανγκ Πρίκλοπιλ. Μετά από δέκα χρόνια εγκλεισμού η Νατάσα κατάφερε να αποδράσει. Ο Βόλφγκανγκ, όταν κατάλαβε ότι εἰχε φύγει αυτοκτόνησε. Όταν εκείνη βγήκε από τον τάφο της, τρέχοντας, πηδώντας φράχτες, χτυπώντας κουδούνια για βοήθεια,  ο Βολφ έδραμε στις ράγες του τρένου..

Σύνδρομο της Στοκχόλμης

Στις πρώτες δηλώσεις που είχε κάνει η Νατάσα προκάλεσε την έκπληξη του κόσμου: «Ήταν μέρος της ζωής μου και γι’ αυτό, κατά κάποιο τρόπο, θρηνώ γι’ αυτόν». Ακόμη περισσότερο είχε εντυπωσιάσει η αποστροφή της για τη σχέση τους, τη βία που εξασκούσε επάνω της, αλλά και την τρυφερότητα που της πρόσφερε: «Αλλοτε με σήκωνε στα χέρια του και άλλοτε με κλώτσαγε με τα πόδια του».

Λόγια που περιγράφουν καθαρά την εξάρτηση από έναν δυνατό, αλλά εκείνη δεν έβλεπε έναν τυραννικό κύριο: «Δεν ήταν ο αφέντης μου. Ποτέ δεν τον αποκάλεσα έτσι, παρόλο που εκείνος το ήθελε». Για τους ειδικούς η κατάσταση αυτή ορίζεται ως «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», όταν τα οι όμηροι σε μια ληστεία στη σουηδική Στοκχόλμη (1973), μετά από έξι μέρες εγκλεισμού, ένιωθαν θετικά συναισθήματα για τους απαγωγείς τους και τους υπερασπίστηκαν όταν απελευθερώθηκαν.

Μια κοινωνία αντρών

Η ιστορία που αφηγείται ο Μαυριτσάκης προϋποθέτει ένα περιβάλλον που συντηρεί μια νοοτροπία υπεροχής του αρσενικού, πράγμα που δηλώνεται στο έργο από πολύ νωρίς με την τρομακτική παρουσία του πατέρα, που στοιχειώνει τον ήρωα, τον παρακινεί σε τέτοιο σημείο που να αναρωτιέσαι πού βρίσκεται η ελευθερία του ή πόσο ετεροκίνητη είναι η συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, μέσα από τον λόγο του συγγραφέα ανακύπτουν βασικά ζητήματα που αφορούν γενικά τις επιστήμες Ψ, αναφορικά με το πού οφείλεται η διαμόρφωση του χαρακτήρα του ενηλίκου, και τι επηρεάζει καταλυτικά περισσότερο τις επιλογές του, πόσο υπεύθυνοι είναι οι γονείς, οι αυταρχικοί και διαταραγμένοι γονείς. Το όνομα του ήρωα Wolfgang αποκαλύπτει και την ιδιοσυγκρασία του: είναι ο λύκος και αναζητάει τη λεία του. Μόνο που δεν πρόκειται να την κατασπαράξει αλλά να τη συντηρήσει στη ζωή.

Σε ένα καταφύγιο είχε κλειστεί και ο ίδιος όταν ήταν παιδί, ώστε να εκβιάσει περισσότερη αγάπη από τους γονείς του. Νά, μία ακόμη πλευρά αυτού του ψυχισμού, αφού δείχνει να υιοθετεί αυτή την πίστη. Από τον πόλεμο στον έξω κόσμο και ο ίδιος είναι προφυλαγμένος. Μοιάζει να είναι καθηλωμένος στο παρελθόν. Ακόμη και το αμάξι του είναι πολύ παλιό, αλλά δεν το αλλάζει.  Ο Βολφ έχει εκπαιδευτεί να είναι κυνηγός σε μια κοινωνία φιλοθηρική, γραββατοφορούντων και αξιοπρεπών θηρευτών-κτηνών. Μόνο που αυτός δεν κυνηγάει το χρήμα.  Το δόλωμα που χρησιμοποιεί για να παρακινήσει τη μικρή Φαμπιέν (όπως λέγεται η ηρωΐδα στο έργο) να μπει στη φάκα είναι ο πόλεμος που γίνεται, εκεί, έξω. Και τώρα την προστατεύει στο καταφύγιο που έσκαψε από αυτά τα δεινά του πολέμου. Θα την παντρευτεί σε μια παρωδία τελετής-παιδικού παιχνιδιού. Και το παραμύθι συνεχίζεται: οι γονείς της δεν ήρθαν στον γάμο γιατί πέθαναν στον πόλεμο.

Ο έρωτας ως κτήση

Το ιδανικό του Βόλφγκανγκ είναι η μονογαμία. Θα έλεγα το χριστιανικό του προφίλ, οφείλει να εκπληρωθεί μέσα από μία αποκλειστική σχέση που δεν θα μπορέσει κανείς να διαταράξει. Επομένως, μία σχέση που θα βασιστεί στη βία και στον αποκλεισμό της ελεύθερης συγκατάθεσης του άλλου.

Ο φίλος

Ο φίλος του Βολφ είναι μια γέφυρα με τον έξω κόσμο που έχει αρνηθεί ο Βολφ.

Το παιδί, που είναι και θα παραμείνει αγνό (αλλά και αγέραστο) είναι το τέλειο ταίρι για έναν γάμο που θα τελεστεί με όρκους αιώνιας αφοσίωσης και αφιέρωσης. Οι δύο «έσονται εις σάρκα μία» ως υποδούλωση του παρθενικού σώματος σε κάθε όρεξη κι επιθυμία του άντρα συζύγου. Επομένως, η προδοσία του ιδανικού σημαίνει ακύρωση του εισιτηρίου για τον παράδεισο. Ενώ, την ίδια στιγμή σημαίνει αμφισβήτηση της αρρενωπότητάς του. Μήπως δεν φανερώνει και ότι σε μια υποτιθέμενη μοιχεία, όταν συντρίβεται το δοσμένο αρσενικό πρότυπο, ο φόβος της ανάδειξης ή και διεκδίκησης του ομόφυλου εαυτού είναι ορατός, και εφιαλτικός; Κάτι το οποίο στην παράσταση εκφράστηκε με τον φίλο του Βολφ, και την πρότασή του να βρεθούνε χωρίς γυναίκες. Η ενοχική του συνεύρεση με το γυναικείο σώμα του δίνει την αφορμή να οικτείρει τον εαυτό του, να αισθανθεί την ανικανότητά του να σχετιστεί ισότιμα: «Θα βρεις έναν καλύτερό μου» λέει στη γυναίκα που σχετίζεται και τη διώχνει.

Από κάτω καίγεται

Αυτή η αντρική άποψη για το γυναικείο φύλο, από τη μια η αναζήτηση της αγνότητας, μιας μαντόνας, και από την άλλη η απαξίωση, η εχθρότητα και το μίσος, αποκρυσταλλώνεται περίφημα στο φάντασμα του πατέρα, όπου η γυναίκα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα έμμονο πλάσμα που επιζητεί τη σεξουαλική επαφή: «Πάντα τρομοκρατημένη… με το στήθος της πεσμένο μέχρι τον αφαλό… Από κάτω καίγεται. Και τι δεν θα ᾽δινε για λίγο ξένο σάλιο στο ζαρωμένο στόμα της, για ένα σκληρό χάδι ανάμεσα στα πόδια. Οι γυναίκες έχουν ένα κενό εκεί… ανάμεσα στα πόδια, ένα δεύτερο στομάχι κάτω απ᾽ το κανονικό τους στομάχι, που δεν χορταίνει ποτέ. Ακόμη κι αν σε καταπιούν ολόκληρο, πάλι πεινασμένες θα είναι. Αυτή η πείνα δεν σταματάει. Μόνο στον τάφο. Μόνο εκεί βρίσκουν ευτυχία». (5η σκηνή)

father

Ο Βόλφ ήδη ήταν φυλακισμένος και ζητούσε έναν σύντροφο. Η διαταραχή του οφείλεται σε έναν πατέρα με τον οποίο παλεύει, αλλά πάντοτε νικάται από τον ίσκιο του.

Πρόκειται για μια εικόνα που γνωρίζουμε από τον Μεσαίωνα: η γυναίκα που έχει κηδεμόνα τον πατέρα και αδελφό ή ο σύζυγός της. Οι γυναίκες που μπορούσαν να ξεφύγουν από τον κανόνα της υποταγής ήταν οι μοναχές, οι οποίες μπορούσαν να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους σε άλλους ρόλους πέραν της μηχανής παιδοποιΐας και της ανατροφής των μικρών.

Άρνηση ενηλικίωσης

Η παγίδα για τον συγγραφέα είναι να ηθικολογήσει μιλώντας για την παιδεραστία ή την παιδική κακοποίηση, και γαργαλώντας τα χαμηλώτερα αισθήματα του παραλήπτη του. Εδώ μας εξαναγκάζει ο Μαυριτσάκης να δούμε την όψη των πραγμάτων πέρα από σκανδαλολογία και ντοκυμενταρίστικη λογική. Οι σχέσεις που περιγράφονται παρά το ακραίο της προϊστορίας τους, τις αναγνωρίζουμε στην καθημερινότητα, παρόλο που δεν ονοματίζονται εύκολα. Η σκηνή της ανάκρισης όταν ο Βολφ πιέζει τη Φαμπιέν να του πει τις σκέψεις της , πόσοι ήταν εκείνοι που την πλησίασαν, αν ἠταν ένας ή πολλοί, αν χόρτασε και η ίδια, με τη μυστική ηδονή που δείχνει να βιώνει ο ίδιος όταν αφηγείται τα σενάρια που έχει φαντασιωθεί, είναι μια εικόνα οικεία η οποία φωτίζεται αποκαλυπτικά στο περιβάλλον κατάρρευσης ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται να ενηλικιωθεί.

balloon

Η μικρή είναι ένα κουτσουρεμένο λουλούδι που συντηρείται στο σκοτάδι και στην ερημία. Το κορίτσι στη διάρκεια του έργου γίνεται γυναίκα, αλλά η ίδια αγωνιά εάν θα αρέσει πλέον στον Βολφ. Για εκείνον η αγάπη που της ζητάει είναι η πλήρης υποταγή της με την ακύρωση της σκέψης: «Αν είσαι ήσυχη και καλή, θα σ᾽ αγαπάω πάντα. Θα σε φροντίζω. Θα είμαι ο ωραιότερος και δυνατότερος άντρας του κόσμου, αν είσαι ήσυχη και καλή» (σκηνή 22).

Και ίσως, εδώ είναι και το κλειδί του έργου. Όπως η Φαμπιέν είναι αγέραστη, ακόμη και όταν μεγαλώνει, έτσι και ο Βολφ είναι ένας άντρας που δεν έχει καταφέρει να βγει από την εφηβεία του, όσο και αν θέλει να ξαναγεννηθεί. Έχει μάθει να κακοποιεί, ώστε να απολαύσει την ένωση και τη συνύπαρξη. Αλλά με έναν σαφώς πιο αδύναμό του. Το παιχνίδι από την αρχή δείχνει να μην είναι έντιμο.

Ωστόσο, η σκοτεινή πλευρά του Βολφ με τη θρησκόληπτη προσήλωση στον γάμο του με τον τυφλοπόντικα Φαμπιέν, δεν είναι τίποτ᾽ άλλο παρά ένας κόσμος σε ταραχή που αναζητάει το φως αλλά δεν ξέρει το μονοπάτι να το φτάσει. Για αυτό ο ήρωας είναι πέρα από το καλό και το κακό. Και μαζί με την Φαμπιέν προκαλεί αισθήματα συμπάθειας του θεατή για τον πόνο του και τον εσωτερικό του πόλεμο.

Ο Μαυριτσάκης ανανεώνει τη θεατρική γραφή με ένα έργο που μπορεί να σταθεί σε οποιαδήποτε σκηνή στο δυτικό θέατρο. Κάπου μετεωρίζεται με τους πολλούς συμβολισμούς, αλλά η σκηνοθεσία διασώζει την παράσταση από το να αναδειχτούν μικρές παρόμοιες ατέλειες.

Ηρωΐδα ενός κουκλόσπιτου

Οι κήποι, τα φυτά και τα κλαδέματά τους, (ανακαλεί το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι του Τεννεσσή Ουίλλιαμς), η κηπουρική ως φροντίδα μικρών υπάρξεων δίνει την ευκαιρία στην Κατερίνα Ευαγγελάτου να δομήσει ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στο περίπλοκο των ανθρωπίνων σχέσεων, στη βία ως εμπειρία μυστική και μεταμφιεσμένη, για να θέσει τα δικά της ερωτήματα για το πώς μπορεί να συγκεραστεί η αγάπη με την κακοποίηση, η εξάρτηση με την ανάγκη επικοινωνίας, η αφοσίωση με τον εκμαυλισμό.

Η Ευαγγελάτου μας οδηγεί μέσα από την εξαίρετη διδασκαλία των ηθοποιών να δούμε τη μικρή Φαμπιέν να μεταμορφώνεται ως παιδί σε ηρωΐδα ενός κουκλόσπιτου., αναλαμβάνοντας να παίξει σε ένα παιχνίδι, και δεσμεύεται με τους όρους του, ὠστε να κρατήσει μυστικό το καταφύγιο που κατασκευάζει ο Βολφ.

Η Ευαγγελάτου στην τέταρτη δουλειά της (έχει σκηνοθετήσαει μία από τις Δέκα Εντολές, την Πλαστελίνη, και την Ερωτευμένη νεκρή) μέσα σε ένα πολύ μικρό διάστημα αναδεικνύεται σε μια από τις πιο ουσιαστικές και στιβαρές δυνάμεις στη νεοελληνική σκηνή. Δεν προδίδει τον λόγο του συγγραφέα, τον υπηρετεί έως τέλους συνδιαλεγόμενη με τα ζητήματα που θέτει, είναι πάντα σε εγρήγορση και σε ετοιμότητα, ώστε να υπάρχει πάντοτε ως ομάδα με τους ηθοποιούς της. Ξεχώρισα τον Βασίλη Ανδρέου ο οποίος με το απελευθερωτικό του παίξιμο επιτρέπει να βγάλει το παιδί που εξωτερικά είναι άντρας αλλά ακόμη κυνηγιέται από τον τρομοκράτη-πατέρα. Η Λουκία Μιχαλοπούλου σωστή και πειστική ως παιδί-έφηβος-γυναίκα, αν και ορισμένες φορές μου φάνηκε ότι αισθανόταν αμήχανα με τις μεταλλαγές του ρόλου. Ο Βακούσης άψογος ως πατέρας και κοσμηματοπώλης. Η Μαρἰα Ζορμπά με κέρδισε από τη δεύτερη εμφάνισή της. Καλός και ο γείτονας Σωτήρης Τσακομίδης, όπως και ο φίλος Νικόλας Αγγελής, και τώρα που το σκέφτομαι η αμηχανία του ταίριαζε. Τέλος η Σεραφίτα Γρηγοριάδου ως η γυναίκα με την οποία συνδέεται για λίγο ο Βολφ εξαιρετική παρουσία.

Όχι μόνο ακούς τέλεια την εκφορά του λόγου, αλλά και ο τρόπος της παρουσίασης υπερβαίνει το ειδικό και την περιπτωσιολογία για να αναδείξει με ευαισθησία το φαινόμενο της ζήλιας και της κακοποίησης που συμπλέκεται με έναν παράξενο τρόπο με την τρυφερότητα. Και αυτή η θετική σχέση της σύνδεσης θύτη και θύματος αγγίζει και μας, εφόσον μπορεί να εντοπιστεί σε κάθε μορφής προσωπική δεσμό: από την οικογένεια και τις φιλικές σχέσεις, έως τον επαγγελματικό χώρο ή και το σχολείο.

Ακόμη, αυτό που μου αρέσει στην Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι ότι κάθε της παράσταση πυρακτώνεται από θεατρική μαγεία. Χρησιμοποιεί ακομπλεξάριστα τις μηχανές της σκηνής, και σε βάζει σε μια κατάσταση απογειωτική από το πρώτο δευτερόλεπτο, όπως η σκηνή με τα ψαλίδια έως το τέλος που η ηρωΐδα σχεδόν στενοχωρημένη νοσταλγεί τον άνθρωπο που έζησε οκτώ χρόνια. H Ευαγγελάτου είναι πανάξια. Και είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό και με την ίδια σοβαρότητα που λείπει στο θέατρο, χωρίς να επαναπαυτεί στην επιτυχία της.

Το έργο με την παραβολή της κοινωνίας, ως κήπου που οφείλει να δείχνει εύρρωστος, και καταπράσινος, οι φράχτες που κλαδεύονται και το καταφύγιο-φωλιά κάτω από το γκαράζ, μέσα σε μια εξαιρετικά μικρή σκηνή, έδωσαν την ευκαιρία στον Κωνσταντίνο Ζαμάνη να δημιουργήσει ίσως τη σημαντικότερη σκηνογραφία του: όρισε τον χώρο με ιμάντες που έδιναν την αίσθηση των φρακτών και των ανοιγμάτων με εισόδους για το έξω. Ένας ασφαλτένιος διάδρομος ένωνε ένα άλλο μέρος του κήπου: εκεί μαστορευόταν το παμπάλαιο αμάξι, και εκεί συνδεόταν το επέκεινα με το παρόν, το φάσμα του πατέρα ὅταν εμφανιζόταν ως παραίσθηση στον γιο.

Τέλος να σημειώσω την εμπνευσμένη μουσική του Γασπαράτου και γενικά την επιμέλεια των ήχων που συνέβαλαν τα μάλα στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Η Μελίνα Μάσχα, απόλυτα συντονισμένη με το πνεύμα της σκηνοθέτιδος. Εύγε σε όλους και κυρίως στους ηθοποιούς που τα δίνουν όλα.

ΣΥΝΔΕΣΜΟI «Θρηνώ γι’ αυτόν…» δηλώνει για τον απαγωγέα της η Νατάσα Κάμπους», ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Συγγραφέας Γιάννης Μαυριτσάκης, Σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου, Σκηνικό – Κοστούμια Κωνσταντίνος Ζαμάνης, Μουσική Σταύρος Γασπαράτος, Φωτισμοί Μελίνα Μάσχα, Βοηθός σκηνοθέτη Μελίνα Σκούφου, Βοηθός φωτιστή Σοφία Ίτο, Δραματολόγος παράστασης Εύα Σαραγά
Διανομή: Wolfgang Βασίλης Ανδρέου, Ο Γείτονας Σωτήρης Τσακομίδης, Ο Φίλος Νικόλας Αγγελής, Η Μητέρα Μαρία Ζορμπά, Fabienne Λουκία Μιχαλοπούλου, Το φάντασμα του πατέρα Μάνος Βακούσης, Η Γυναίκα Σεραφίτα Γρηγοριάδου, Ο Κοσμηματοπώλης Μάνος Βακούσης