Tag Archives: Σκηνές του δρόμου

Είμαι ό,τι είμαστε

Κατέβηκα στο κέντρο αναζητώντας δίσκους τύρφης για να αναστήσω δεντράκια από σπόρους. Έφτασα στην Ευριπίδου στα σχετικά καταστήματα γεωργικών ειδών. Όλα ήταν στη θέση τους. Γωνία Χαλκοκονδύλη και Σωκράτους οι πόρνες δημιουργούν ένα οδόφραγμα. Αγνώστου προελεύσεως και ταυτότητας. Το μόνο κοινό τους: Είναι λευκές και βάφονται κακότεχνα. Δείχνουν να έχουν έρθει από χωριά και να μη γνωρίζουν το άστυ. Λίγα μέτρα παραπάνω, οι καμμένες. Μάτια γλαρωμένα, δεν κάνουν καν προσπάθεια να ψαρέψουν περαστικούς. Έχουν παραδοθεί στην πρέζα και είναι μονίμως στον κόσμο τους. Όρθιες ή ξαπλωμένες. Δύσμοιρες. Εξαϋλωμένες από την κατάχρηση. Κυρίως, είναι νέες. Και κυρίως, είναι απεικάσματα νεκρών. Όλα είναι στη θέση τους. Στο ιστορικό μας κέντρο. Οι μαύροι, άνετοι αλλά με αετίσιο μάτι σκανάρουν στο σταυροδρόμι Αγίου Κωνσταντίνου και Σωκράτους για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Μικρές πόρνες εμφανίζονται πίσω από τεράστιους όγκους απορριμάτων στην απέναντι γωνία. Στα φανερά, και όχι στα κλεφτά, όλοι γινόμαστε μάρτυρες συναλλαγών με ουσίες στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Λίγο πιο πάνω, Πατησίων και Πανεπιστημίου τα ίδια. Επί της Πανεπιστημίου από τα Χαυτεία έως το Πολυτεχνείο η συναλλαγή είναι πλέον ρουτίνα. Πίσω από το Δημαρχείο, το εμβληματικὸ κτήριο της πόλης τα σκουπίδια σωρό. Με μικρά διαλείμματα πεζοδρομίων που έχουν φροντίσει οι νοικοκυραίοι έμποροι η Αθήνα δείχνει να έχει εγκαταλειφθεί. Μπόχα παντού. Σταματώ για ένα κεράκι στον Άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής.

Οι μορφές που έχουν ιστορήσει ο Κόντογλου και ο Βαμπούλης συντροφεύουν τους περαστικούς του πολύπαθου κέντρου.

Το εκκλησάκι είναι στη γωνία Πειραιώς και Σωκράτους. Με υποδέχονται τα αιθέρια έλαια των βασιλικών. Μία κοπέλλα φτιάχνει ματσάκια για αύριο. Τρίτη και 13 σήμερα. Αύριο είναι του Σταυρού. Προσκυνώ. Και θαυμάζω τις καπνισμένες ζωγραφιές του Κόντογλου σε αυτή την όαση. Όλοι οι τοίχοι είναι ιστορημένοι από τον ίδιο και τον αγαπημένο του μαθητή Πέτρο Βαμπούλη. Είναι όλοι εκεί. Οι Απόστολοι που έτρεξαν εκ περάτων της γης να χαιρετίσουν την Παναγία στην κοίμηση, οι γιατροί Κοσμάς και Δαμιανός, ο Αναπεσών που επιβλέπει από τη Δύση τον χώρο και ο Παντοκράτωρ να ελέγχει το σύμπαν από την οροφή. Ένας προσκυνητής ανέβηκε σε έναν μικρό εξώστη. Πηγαίνω κι εγώ. Φωτογραφίζω από εκεί την ἐπιγραφή: «… ἱστορήθη διὰ χειρὸς Φ. Κόντογλου καὶ Π. Βαμπούλη, 1965». Ξαφνικά, μια φωνή απέξω σχίζει την ησυχία του χώρου. Κι εμένα μου χαλάει την εικόνα που είχα στο νου μου με τον χρυσοπλοκώτατο πύργο, αναλογιζόμενος το καταληκτήριο εξαποστειλάριο του παρακλητικού κανόνα. Η σκέψη μου πάει κατευθείαν στη συναλλαγή που γίνεται στο δρόμο. Ανάμεσα από τις φωνές ξεχωρίζω μία φράση: «Είμαι ό,τι είμαστε». Ήταν εξαιρετικά βροντερή η φράση. Σχεδόν αμέσως διαβαίνει το κεφαλόσκαλο ένας νέος άνθρωπος. Δεν θάταν πάνω από 30. Τζην, χαμηλοκάβαλλο, ένα ολοκόκκινο φανελλάκι, κοντομάνικο. Στο δέρμα που φαινόταν έβλεπες χαραγμένα απροσδιόριστα σχέδια να κοσμούν ένα αδύνατο σώμα με ένα χέρι. Το άλλο ήταν κομμένο από το ύψος του ώμου. Ανάβει κεράκι, προσκυνάει. Πλησιάζει την κοπέλλα που τελείωνε τα ματσάκια με τα μεθυστικά βασιλικά. Κάτι της λέει. Μάλλον κάτι της ζητάει. Εκείνη αρνιέται ευγενικά. Εκείνος κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο κι εγώ φεύγω βιαστικά. Κι ενοχικά. Σε τέτοιες στιγμές νιώθω ότι δεν είμαι.

Wow!

Άκουσα, δυνατά, από την ξανθιά κοπέλα που προπορευόταν. Σήμερα το πρωί. Μόλις είχε δεχτεί ένα φιλί από αυτόν που τη συνόδευε. Μπαίνω σε ένα μαγαζί να δώσω ένα βιβλίο για φωτοτυπίες.

Μόλις βγαίνω το βλέμμα μου τους αναζητεί! Wow! Tι ενθουσιασμός! Σα να άκουσα να τη φράση: «Ooh, yeah, you’re amazing!»Ήταν ένα διαφορετικό ζευγάρι. Εκείνη εύσωμη. Πολύ! Εκείνος λεπτός. Μάλλον νεώτερος. Και μαύρος! Σοκολατένιος. Περιποιημένος. Δεν ήταν φρικιό ούτε είχε έρθει κατευθείαν από τη φυλή του με τη κελεμπία του. Φορούσε τζην και ίσως είχε τελειώσει σχολείο εδώ. Μπορεί οι δύο τους να υπήρξαν συμμαθητές και να ερωτεύθηκαν σε μια εκδρομή. Ποιος ξέρει!

Τη στιγμή που έρχονται στα αυτιά μου οι λέξεις «you are really cool», την ίδια αυτή στιγμή, είμαι βέβαιος ότι η πρώτη σκέψη των περισσότερων θα ήταν: καλά πώς ταίριαξαν αυτοί οι δύο; Το χω ακούσει πολλές φορές αυτό σαν απορία. Πολλοί αναζητούν στα ζευγάρια που τους παραξενεύουν να ταιριάζουν στην προσωπική τους φαντασίωση. Και όταν δεν το βρίσκουν αναφωνούν: Wow! Αυτός είναι ένας κούκλος και αυτή μια αρκούδα! Και ξανά σε παραλλαγές. Το ξέρουμε. Μάλλον το έχει ψελλίσει ο καθένας μας. Ζηλεύοντας ή νιώθοντας μια υπεροχή.

Ποιος ξέρει που πρωτομίλησαν. Καλά καλά δεν εννόησα τι γλώσσα μιλούσαν. Αλλά το Wow ήταν τόσο ξεκάθαρο. Και ηχηρό. Αισθάνθηκα μια χαρά. Δεν βλέπω συχνά παρέες λευκών με μαύρους. Εσείς πόσους μαύρους ή μαύρες έχετε φίλους; Εγώ κανέναν. Ας αφήσουμε τους υπέρβαρους! Μια κοινωνία που μας θέλει όλους fit και slim οι διαφορετικοί ας κλειστούν στα σπιτάκια τους να μη τους βλέπουμε. Να μην προσβάλλουν την αισθητική των πολλών! Αφόρητος φασισμός. Αλλά είναι η αλήθεια. Διακρίνουμε άγρια. Και βάναυσα! Μόνο τα παιδιά βλέπουν τους συνομηλίκους τους χωρίς πολύπλοκες σκέψεις. Και κυρίως, χωρίς άμυνες. Θέλει προσπάθεια να πάψεις να είσαι ρατσιστής!

Σήμερα το πρωί αυτό που σκέφθηκα μόλις άκουσα το δυνατό Wow της ξανθιάς, υπέρβαρης, αλλά ευχαριστημένης γυναίκας ήταν ότι κανείς δεν χάνεται. Υπάρχει μια οικονομία για όλους. Φτάνει να μη θέλει κανείς να χαθεί. Να μην αυτοαποκλειστεί. Να ψάξει να βρει το ταίρι του. Όπου και όπως μπορεί. Και όπως να είναι εξωτερικά. Με δύο πόδια, με ένα ή με καροτσάκι. Αρτιμελής ή μη. Αρκούδος ή πακιστανός. Νάνος ή τραυλός. Και να μη ντρέπεται να φωνάξει δυνατά το δικό του Wow στη γλώσσα του.

Είμαι Έλληνας κωφάλαλος πεινάω

έτσι έγραφε η χάρτινη ταμπέλα του κυρίου που βρισκόταν σε ένα φανάρι, κάπου στην Αλεξάνδρας, επιδιώκοντας να προκαλέσει τη συμπόνια των οδηγών. Οι 4 λέξεις είναι η ταυτότητά του, ο ρόλος του στο σενάριο που συμπληρώνουμε μόνοι στη θέα του. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η αλήθεια ή το ψέμα του, όσο η εικόνα που θέλει να μας παρουσιάσει για τον εαυτό του. Απευθύνεται σε συμπατριώτες του Έλληνες, δεν ανήκει στο άλλο στρατόπεδο των περιπλανώμενων αλλοδαπών από τα Βαλκάνια. Βέβαια, κι εκείνοι γράφουν μερικές φορές στην ταμπέλα τους, θέλοντας να συγκινήσουν την κοινή μας θρησκευτική ρίζα: Είμαι Σέρβος ορθόδοξος, πεινάω. Έλα, όμως, που είναι πιο ισχυρό το να πεινάς και να είσαι Έλληνας. Ίσως είναι η ταύτιση πιο εύκολη. Μπορεί να μην γίνουμε ποτέ κωφάλαλοι, αλλά μπορεί ως Έλληνες να μείνουμε άφραγκοι και να βρεθούμε στον δρόμο. Πώς γίνεται όμως ένας υποτίθεται περιθωριακός ως κωφάλαλος, δηλαδή ανάπηρος, να κάνει διακρίσεις στους όμοιους συνανθρώπους του; Τί θα άλλαζε αν βλέπαμε την επιγραφή «Είμαι Αφγανός, κωφάλαλος, πεινάω»;  Θα είμασταν το ίδιο πρόθυμοι να ελεήσουμε, μἐρες πού ᾽ναι, ξεφορτώνοντας από την ψυχή μας ενοχικά βάρη; Ο ίδιος δεν έχει καμία σημασία τι ιθαγένεια έχει. Θα μπορούσε ο Έλληνας κωφάλαλος να είναι ένας αλλοδαπός λαλίστατος που απλώς προσποιείται αφού έχει βρει το κουμπί μας, κατορθώνοντας να ξεκλειδώσει την εθνική μας περηφάνεια. Ναι, αυτό τον καταξιώνει στη συνείδησή μας πρωταρχικά. Είναι δικός μας και όχι ξένος. Είναι κανονικός, ανήκουμε στην ίδια φυλή, στο ίδιο έθνος και μάλλον στην ίδια θρησκεία. Άρα είναι πιο επιθυμητός. Ενώ ένας άλλος, από άλλη φυλή, από άλλη πατρίδα, από άλλη πίστη, με άλλο χρώμα δεν είναι εντελώς άνθρωπος. Είναι λιγότερο φυσιολογικός, περισσότερο επικίνδυνος, μπορεί να μιάνει, άσε τις μολυσματικές αρρώστιες που μπορεί να μεταφέρει… Τελικά, σκέφτομαι πως ο Έλληνας κωφάλαλος είναι σάρκα μας, η υπόσταση των φόβων μας, το δικό μας αντικαθρέφτισμα σε μια κοινωνία που αναζητάει στηρίγματα κανονικότητας.

Νικηφόρος ήττα: Για το παρκάρισμα, τους εκλεχτούς και μια σφυρίχτρα

Μέσα στο κατακαλόκαιρο, στον Αύγουστο είδα πολλές κλήσεις στα παρμπρίζ σταθμευμένων αυτοκινήτων στο κέντρο της Αθήνας. Οι κλήσεις αυτές, συχνά, γράφονται πολύ πρωί, 7.30 με 8.30 που σημαίνει ότι τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ανήκουν σε κατοίκους και όχι εργαζόμενους ή περαστικούς. Υπηρεσιακό καθήκον  ή υπερβολικός ζήλος των αστυνομικών οργάνων; Ή μήπως μια ειλικρινής προσπάθεια για αποκατάσταση του νόμου σε μια χαοτική κοινωνία; Δεν ξέρω. Ως κάτοικος όμως του κέντρου νιώθω καθημερινά την ταλαιπωρία, ιδρωμένος, να βρω μια νόμιμη θέση στη γειτονιά που ζω και στους περιβάλλοντες δρόμους. Μάταια. Οι πινακίδες απαγόρευσης είναι περισσότερες από τους χώρους που επιτρέπεται η στάθμευση. Όλη αυτή η ιστορία, όπως τη βιώνω δεν παράγει δίκαιο… Continue reading