Tag Archives: χορός
Σα να ήταν η πρώτη φορά
Στην είσοδο μας υποδέχθηκε ο ίδιος. Καλωσόρισμα στον χώρο Α της Πειραιώς 260. Η αγαπημένη μου φίλη πάντα παραπονιέται για τις συνθήκες και το άβολο που νιώθει όταν έρχεται εδώ, στο Φεστιβάλ της πόλης. Τώρα, μόλις είδε τον ίδιο τον Παπαϊωάννου να της χαμογελάει, ηρεμεί. Μετά από χρόνια απουσίας του ιδρυτή της Ομάδας Εδάφους από τη σκηνή τώρα θέλει να δει το κοινό του έναν προς έναν και μία προς μία σε απόσταση αναπνοής. Προτού λάβει θέση για να αρχίσει η παράσταση. Ο ίδιος ντυμένος σαν ανθρωπάκι του Γαΐτη. Ένας Έλληνας μπεκετικός. Δεν θέλησα να διαβάσω τίποτα, δεν ήθελα να επηρεαστώ από κάπου, προτού ζεστάνω τα πλήκτρα με τις λέξεις που σχηματίζω στην οθόνη.
Βλέπω μπροστά μου μία μακρόστενη πλατφόρμα γύρω στο μέτρο ύψος, ένα ταμπλώ ξύλινο. Και ένα μαύρο. Ένας σκουπιδοτενεκές, ένα μικρόφωνο κι ένα λάστιχο ποτίσματος. Και δύο σώματα. Ένα ολόγυμνο και ένα κουστουμαρισμένο. Και γύρω μου ανθρώπους να περιμένουν ανυπόμονα, ξεγελώντας τη ζέστη του χώρου με βεντάλιες σουβενίρ του Φεστιβάλ από το 2010 που προσφέρουν οι ταξιθέτριες.
Αρχίζει η παράσταση. Ο αέρας πλήττεται από τα σώματα που αρχίζουν να ιδρώνουν κινούμενα στον χώρο. Εν αρχή, μία απλή ρυθμική κίνηση. Ένας άνδρας ρίχνει στο πάτωμα καφετιά κομμάτια. Είναι πηλός, προζυμάκια ή κάτι άλλο; Επάνω σε αυτά ορίζει τη διαδρομή του. Είναι ο καλλιτέχνης και σε λίγο θα δούμε το έργο του.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με τον Tadeu Liesenfeld στην «Πρώτη ύλη». Το μοντέλο πλαισιώνεται από τον δημιουργό του αλλά στο πλαίσιο εγγράφονται και οι δύο. Δεν υπάρχει κανείς χωρίς τον άλλο. Πηγή: Φεστιβάλ Αθηνών
Το γυμνό είναι ωραίο
Συγκεκριμένα, το ανδρικό γυμνό μπορεί να είναι εξαιρετικά ωραίο. Ο Παπαϊωάννου επιμένει στη θέαση του γυμνού σώματος. Και η επιμονή αυτή προκαλεί αμηχανία σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις παραστάσεις του.
Η προτεραιότητα που έχει δοθεί στη θέα του γυναικείου σώματος και στη κλασική υπερεκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης των γυναικών (σε βάρος της εσωτερικότητας τους), νομίζω ότι μας εμποδίζει να χαρούμε το ανδρικό γυμνό. Είναι ευκολότερο να θεωρηθεί ότι κάποιος έχει τους δικούς του λόγους να απολαμβάνει την εικόνα του αρσενικού σώματος. Δηλαδή ότι έλκεται ερωτικά από ένα ανδρικό σώμα, εάν είναι άνδρας. Εκτιμήσεις που περιστρέφονται γύρω από την ιδέα του σώματος ως ερωτικού αντικειμένου. Και μόνο. Μια αναπηρία που εάν την προεκτείνουμε στην ιστορία της τέχνης και του πολιτισμού, τότε καθένας που κουβαλάει μια τέτοια αντίληψη θα έχει σίγουρα μεγάλη δυσκολία με τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά. Ας μην ξεχνάμε τα φύλλα συκής που δέχθηκαν αναγεννησιακά αγάλματα. Και μια τέτοια αντίληψη τη φέρουν κυρίως άνδρες μη καλλιτέχνες. Και θα έλεγα άνδρες που έχουν ακόμη σε εκκρεμότητα θέματα με τον ερωτισμό τους. Μέχρι τον 19ο αιώνα το ανδρικό κορμί ήταν κυρίαρχο και άνετα μπορούσε να μεταμορφωθεί από τον εικαστικό καλλιτέχνη σε γυναικείο με ορισμένες τροποποιήσεις στο μοντέλο που πόζαρε. Από τον 19ο αιώνα και μετά το γυναικείο σώμα αποκτά πρωτοκαθεδρία, εκτοπίζοντας το ανδρικό.
Και σήμερα; Σήμερα δεν ζούμε στην εποχή του ενός ιδανικού. Όμορφο μπορεί να είναι και το ανδρικό και το γυναικείο κορμί. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Όμως, είναι παράλογο να λέμε ότι αυτός που αξιοποιεί επί σκηνής ένα ανδρικό κορμί το κάνει επειδή είναι gay, όσο θα ήταν παράξενο να λέμε κοίτα: αυτός έγδυσε τη χορεύτρια επί σκηνής επειδή είναι ετερό. Πάντα θα θυμάμαι τους Έρωτες που είδα σε τοιχογραφίες στην Πομπηία πόση χαρά μετέδιδαν. Το ίδιο και τα γυμνά αγγελάκια στις θόλους των ναών της Ρώμης. Ο έφηβος των Αντικυθήρων στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας: εκφράζει μια ιλαρότητα και δεν εξαντλείται στον αισθησιασμό. Η ενοχική στάση προς το σώμα στέκεται στη σεξουαλικότητα και δεν αναγνωρίζει στην εμφάνιση του γυμνού μια οσιότητα. Μία δηλαδή πραγματικότητα που δεν εξαντλείται στην υλική χρήση του σώματος και τη φιληδονία, δεν σχετίζεται με την αιδώ και επεκτείνεται στην έννοια του κάλλους.
Όλα αυτά δεν τα λέω τυχαία. Η παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου είναι μια μελέτη επάνω στο γυμνό, όπως δημιουργείται αγνό και άσπιλο μέσα από τα χέρια του καλλιτέχνη δημιουργού. Ένα γυμνό που δεν είναι άσεμνο. Ή είναι άσεμνο όσο υπήρξαν τα μοντέλα του Πραξιτέλη ή του Μιχαήλ Άγγελου.
Ο Tadeu Liesenfeld (έχει συνεργαστεί με τον Παπαϊωάννου στο Πουθενά το 2009 και στο Μέσα 2011) εμφανίζεται ολόγυμνος στην παράσταση. Μοιάζει σα μορφή που κατέβηκε για χάρι μας από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα. Ίσως από τη νότια μετόπη με την Κενταυρομαχία. Ίσως πάλι να ήταν ο ποταμός Κηφισός από το δυτικό αέτωμα. Eίναι ένα πλάσμα που υπάρχει χάρις στον δημιουργό του. Έχει πάψει να είναι αγόρι. Είναι άνδρας. Ο δημιουργός καλλιτέχνης θα το μελετήσει, θα το παρατηρήσει, θα το βασανίσει, θα το περιθάλψει, θα το υποστηρίξει. Και το δημιούργημα θα ανταποκριθεί. Ο καλλιτέχνης αποκτά νόημα από το έργο του.
Πριν το τέλος το πλάσμα δέχεται επάνω του την ευλογία του νερού. Μια σκηνή που μου θύμισε τα παιδικά μου καλοκαίρια: σε μια αυλή να βρέχομαι με το λάστιχο με άλλα παιδάκια, να γελάμε δροσίζοντας το δέρμα μας από την κάψα. Χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Χωρίς ενοχή. Κάτι παρόμοιο βλέπω τώρα εδώ.
Ποιόν αφορά τελικά αυτό;
«Δεν ξέρω τί είναι αυτό που βλέπω». Αυτό ίσως μπορεί να ερμηνεύσει τη δήλωση: «Δεν με αφορά αυτό που βλέπω». Νομίζω προκαλεί περισσότερο άγχος η αρρενωπότητα του χορευτή, όταν κανείς θα περίμενε στη θέση της αρρενωπότητας χάρη και πλαδαρότητα, λύγισμα της μέσης και πόζα ενός σώματος που επαμφοτερίζει κλίνοντας προς μια θηλυπρέπεια. Θυμάμαι τις ανδρικές φιγούρες του κλασικού χορού λες και ήταν μέλη ενός θηλυκού σύμπαντος με την εκλέπτυνση στην κίνηση και την προβολή της χάρης, να λειτουργούν ως αναβατόρια για τις χορεύτριες. Άργησε πολύ να προβληθεί το ανδρικό σώμα να είναι ισότιμο με το γυναικείο επί σκηνής.
Εδώ στη παράσταση του Παπαϊωάννου έχουμε δύο και μόνο ανδρικά σώματα. Μήπως όμως δεν είναι ακριβώς δύο; Και μήπως δεν είναι δύο άνδρες αλλά κάτι άλλο; Μου έρχεται στο νου αστραπιαία η πρώτη διήγηση της Γένεσης που δεν μιλάει για δημιουργία άνδρα και γυναίκας, αλλά αφηγείται τη δημιουργία του ανθρώπου. Αδάμ δεν σημαίνει άνδρας. Σημαίνει χωματένιος. Στα μάτια μου το ο Βραζιλιάνος χορευτής με τις αναλογίες και το κάλλος αρχαίου άνδρα εκπροσωπούσε κάτι παραπάνω από το φύλο που βλέπαμε. Ή καλύτερα, το φύλο που δηλωνόταν στην εμφάνισή του ήταν παραπλανητικό.
Από τους πολλούς ερμηνευτές του Μέσα (ήταν 30), φθάσαμε μόνο στους 2. Ο Παπαϊωάννου ερευνά το σώμα χωρίς παραπανίσια υλικά παρά μόνο αυτό το ίδιο το σώμα. Αυτή είναι η πρώτη ύλη: ό,τι ορίζει την παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο. Την ύπαρξη. Μέσα από τα προζυμάκια θα πλάσει το δημιούργημά του, θα υπερηφανευθεί για αυτό. Αυτοσαρκαζόμενος, όσο ποτέ άλλοτε θα δείξει τα όρια του δικού του σώματος, παραμορφώνοντας τα μέλη του, σε στάσεις που παραπέμπουν σε freak show και σε θεάματα τσίρκου. Συνθέτει επιλέγοντας τις κινήσεις που δημιουργούνται από τη συνάντηση των δύο σωμάτων για να οπτικοποιήσει την εσωτερική ζωή του. Τις ιδέες του και τις μανίες του ως καλλιτέχνη. Η Πρώτη ύλη θεωρώ ότι είναι η πιο αυτοβιογραφική εργασία του Παπαϊωάννου γιατί μας δείχνει το ατελιέ του καλλιτέχνη που παλεύει με τα υλικά του. Πλάθει εικόνες για τη σχέση του με τον χορό, με το βασικό του εργαλείο, το σώμα του χορευτή, με την εξουσία που ασκεί ή την επίδραση που δέχεται από τον άλλο, τη θέση του σώματος στον χώρο, τη φρεναπάτη και τη μαγεία που μπορεί να δημιουργήσει όταν ανέβει στη σκηνή. Ο δημιουργός και το πλάσμα του. Ο κονφερασιέ και το νούμερό του. Η εσωτερική ζωή του performer, η αγωνία της εικονοποιΐας με ήχους που ακούγονται μερικές φορές άναρθροι για να γίνουν κινήσεις εύγλωττες, σωματικές λέξεις έλλογοι.
Ελλάδα ανάπηρη
Από την άλλη, αυτό που βλέπω, σκέπτομαι ότι είναι ένας στοχασμός επάνω στο τί σημαίνει Ελλάδα του σήμερα. Με τις συχνές αναφορές του στην αρχαία γλυπτική σχηματίζει μορφές αγαλμάτων που έχει θαυμάσει η ανθρωπότητα, έρχεται και τα προσκυνάει από τα πέρατα του κόσμου στα μουσεία μας ή ἐρχεται να προσκυνήσει στα μνημεία μας. Ο Παπαϊωάννου ειρωνευόμενος την αρχαιολατρία μάς επανατοποθετεί ενώπιον αυτών των μορφών, μπροστά σε μια Ελλάδα κοινωνικά ακρωτηριασμένη που έχει ανάγκη να σταθεί στα πόδια της και να περπατήσει ξανά. Νά, πώς αποκτά τώρα νόημα η σκηνή που μου θύμιζε φωτογραφίες της Αλβανίας με τους υποβασταζόμενους ανάπηρους. Στο συγκλονιστικό φινάλε της παράστασης το άγαλμα δεν μπορεί να σταθεί σε κανένα πόδι. Είναι ένας κορμός χωρίς άκρα. Κάποιος πρέπει να δώσει τη λύση. Και δίνεται.
Η ιδέα του καλλιτέχνη που δημιουργεί φαίνεται και από τη διαχείριση του φωτισμού. Στην παράσταση δεν υπάρχει κάποιος μηχανικός στα φώτα ή φροντιστής. Όλα τα χειρίζεται επί σκηνής με δυο τρεις διακόπτες ο δημιουργός. Πλαισιώνει το έργο του, το φωτίζει και ιδού: θαυμάστε με. Οι ήχοι είναι κυρίως φυσικοί, παραγόμενοι επί σκηνής και σε ορισμένα σημεία ένα τζιτζίκι, ένα ταξίμι (του Γιάννη Παπαϊάννου), το σύρσιμο ενός αντικειμένου ή το ίδιο το νερό που καταβρέχει δίνουν το σάουντρακ της παράστασης. Ναί, μπορείς να πεις ότι η τέχνη δεν έχει ανάγκη από πολλά λεφτά. Η πενία δεν είναι αντίπαλός της. Δεν χρειάζεται σκηνικά, δεν έχει ανάγκη πολυτελή κοστούμια, περούκες και φτερά, δεν θέλει πολύπλοκα φώτα, μηχανισμούς και τραμπουκέτα. Κάτι άλλο χρειάζεται για να είσαι ποιητής. Και κάτι άλλο χρειάζεται για να σταθεί η Ελλάδα στα ποδάρια της. Πέρα από το χρήμα και τα μνημόνια. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού. Όχι πολύ μακριά μας.
Ο Παπαϊωάννου μας κάνει συμμέτοχους στο τί σημαίνει ομορφιά. Σχολιάζει ειρωνικά τον εαυτό του τη δική του προσωπική πορεία, μας αφήνει ελεύθερους να φαντασιωθοῦμε και σε κάθε σκηνή αισθάνεσαι να να είναι η πρώτη φορά που βλέπεις τη ζωή να ξετυλίγεται μπροστά σου…
Ταυτότητα παράστασης
Δημιουργία: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Με τους Tadeu Liesenfeld και Δημήτρη Παπαϊωάννου
Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Μιχόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Τίνα Παπανικολάου και Παυλίνα Ανδριοπούλου – Ντίνος Νικολάου
Μέσα και βαθιά
Η πόλη σε όλο το μεγαλείο της καταστροφής! Η θάλασσα και ένα πλοίο που ταξιδεύει δίνουν μια απόδραση από το τοπίο-εφιάλτης. Αυτό που το ομορφαίνει η ανθρώπινη παρουσία. Το μοναδικό στοιχείο της φύσης που εγγράφεται στο τσιμέντο. Και τα απλά: νεράκι που πλένεσαι, οι βιολογικές ανάγκες του σώματος… και ένα κρεβάτι που καταπίνει το σώμα για να το λυτρώσει στον ύπνο. Μέρα και νύχτα, γυμνός και ντυμένος κατά βάση ο άνθρωπος είναι ο ίδιος. Η παράσταση είναι ένας επαναστοχασμός στην ιστορία του ανθρώπου της πόλης. Του ανθρώπου που ζη μέσα και βαθιά στον ιστό της και στον ρυθμό της. Όχι του θεατή που παρατηρεί εκτός των ορίων της. Είναι μια ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας στην απλότητά του, στην απόλυτη αλήθεια του. Γινόμαστε κοινό του εαυτού μας στον κύκλο της επανάληψης και της μοναξιάς. Αυτό που αισθάνθηκα να μας λέει ο Παπαϊωάννου είναι πως ο άνθρωπος είναι ένα απόλυτα μοναχικό πλάσμα. Μια βεράντα στην πόλη και το βλέμμα καρφωμ
Κάπου εδώ τελειώνουν οι σημειώσεις μου που κράτησα στο σκοτάδι της παράστασης Μέσα του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Πήγα με απίστευτη προκατάληψη. Αλλά ήθελα να δείξω σε φιλοξενούμενό μου τί συμβαίνει στην πόλη. Ενθουσιάστηκε. Εάν ρωτήσετε έναν χορευτή πώς του φάνηκε μπορεί να σας πει πως βαρέθηκε. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια ροή επαναλαμβανόμενων κινήσεων που δείχνει να εξαντλείται σύντομα. Για μένα η πρώτη εντύπωση ήταν σα να μπαίνω σε μία ταινία τρισδιάστατη, στη συνέχεια αναρωτιόμουν διαρκώς για τεχνικά ζητήματα, αλλά στο τέλος αφέθηκα στην ποίηση της θέασης. Είπα: ναί, η πόλη είναι άσχημη, αλλά υπάρχει η παρηγοριά του ανθρώπινου κάλλους. Και αυτό αλλάζει τα δεδομένα. Η αταξία παίρνει μορφή, το αστικό χάος έχει δείκτες. Το σώμα δίνει τον κανόνα. Και την ελπίδα. Πέρασαν παραπάνω από δύο ώρες απόλαυσης χωρίς να το καταλάβω. Έφυγα μετά από επίμονα μηνύματα για το στήσιμο που είχα κάνει λίγα μέτρα πιο πέρα στην πλατεία.
Σώματα που πιάνουν ουρανό
Είναι μελλοντικό. Αλλά έρχεται από πολύ παλιά. Είναι η εξέλιξη της ρωμαϊκής αρένας και του ιπποδρόμιου. Μόνο που εδώ δεν έχει θέση ο τζόγος. Πρωταγωνιστεί το σώμα πλήρες ελαφρότητος, η μουσική χωρίς εθνικούς περιορισμούς, τα παιγνίδια πτήσεων, ανόδων και καθόδων.
Εδώ, στο Τσίρκο του ήλιου (Cirque du Soleil) το τσίρκο και οι τεχνίτες του που έχουν στιγματιστεί με τη μομφή της κακοποίησης των ζώων παίρνουν τη θέση που του αξίζει. Γιατί δεν είναι μόνο που η τέχνη του έρχεται από το παρελθόν, αλλά γιατί μπορεί και μιλάει ακόμη και σήμερα στους θεατές, συγκινεί και κυρίως μαγεύει.
Η εκρηκτικότητα της ομάδας δεν βρίσκεται μόνο στην ικανότητα και στα ταλέντα όσων παίζουν, αλλά και σε μια σειρά υπερβάσεων και δημιουργικών επινοήσεων: Το Τσίρκο του ήλιου ανακαλύπτει από την αρχή τί είναι και τι δεν είναι τσίρκο σήμερα. Οι πρώτες μορφές της ομάδας εντοπίζονται στο τέλος της δεκαετίας του 1970, αλλά η μεγάλη επιτυχία έρχεται το 1984 στο Κεμπέκ (ιδρυτές: Guy Laliberté, Daniel Gauthier) όταν παίρνει κρατική επιχορήγηση για να συμμετέχουν στον εορτασμό για τα 450 χρόνια της ανακάλυψης του Καναδά. Η ιστορία τους περιλαμβάνει περιοδείες από απλούς καλλιτέχνες του δρόμου, από ξυλοπόδαρους, από εκείνους που καταπίνουν φωτιές, από ζογκλέρ που συναντάει κανείς παντού.
Το Τσίρκο του ήλιου ποντάρει στις φιλοζωικές ευαισθησίες του παγκόσμιου κοινού, και καταφέρνει να αναπληρώσει το κενό των θηριομαχιών και των σύγχρονων θεατροκυνηγίων, των μαϊμούδων και των λαϊκών αρκουδιάρηδων, των θηριοδαμαστών με τους υπάκουους λέοντες, πάνθηρες, παρδάλεις ή τίγρεις, τέρατα της φύσεως ή ανθρώπους σιαμαίους με θαύματα που βασίζονται αποκλειστικά στο ανθρώπινο σώμα και την κίνησή του στις τρεις διαστάσεις.
Aξιοποιεί στο έπακρο μια τάση που εμφανίστηκε στον χορό τη δεκαετία του 1970 (aerial dance), που δίνει έμφαση στην κάθετη διάσταση της σκηνής με τη χρήση ιμάντων, συνδυάζει γυμναστική, ακροβατικά και χορευτικό ρυθμό σε ένα σύνολο που κυριολεκτικά… ίπταται. Εάν προσθέσουμε σε αυτά τη ζωντανή πρωτότυπη μουσική που κατακλύζει κάθε παράσταση, τα τραγούδια, τα μοναδικά κοστούμια και τα απίστευτα σκηνικά εφέ που μας φέρνουν κοντά στα μεγαλειώδη θεάματα του μπαρόκ μπορούμε να αντιληφθούμε τη μοναδικότητα των παραστάσεων.
Το Τσίρκο του ήλιου είναι και ένα οικονομικό θαύμα. Η επιτυχία τους βασίζεται ότι δεν έχουν ανταγωνιστές. Κατάφεραν μέσα στην αγορά του θεάματος, των μεγάλων και ακριβοπληρωμένων shows, να απασχολούν πάνω από 1500 εργαζόμενους, να έχουν βάση σε διαφορετικές περιοχές, αλλά και να περιοδεύουν, να στέκονται αυτόνομα μέσα στην ηρεμία του γαλάζιου ωκεανού.
Αυτός ο μεγάλος θρίαμβος βασίζεται και στο γεγονός ότι το Τσίρκο δεν απευθύνεται σε παιδιά και τους γονείς τους, αλλά μιλάει στις ψυχές όλων με τις ιστορίες που παρουσιάζει. Γιατί κάθε παράσταση δεν είναι ορισμένα νούμερα με χαλαρό δέσιμο, αλλά κάθε σκηνή υπηρετεί οργανικά μια αφήγηση ή διαθέτει ένα μήνυμα: Το 1992 στην παράσταση Saltimbanco η βασική ιδέα πηγάζει από τα μεταναστευτικά ρεύματα και προσδιορίζεται από την πολιτισμική πολυμορφία και τον σεβασμό του διαφορετικού, προσφέροντας ένα φιλειρηνικό μήνυμα. Έτσι στην παράσταση έπαιξαν καλλιτέχνες από 15 διαφορετικές χώρες. Το Alegría βασίζεται στην ιδέα του αγώνα για ελευθερία, καθώς και στη χρήση μια γοτθικής αισθητικής. Στο Love το επίκεντρο είναι η μουσική των Μπτηλς,
Πρόσωπα υπέρφυλα σε μια φελινική χρωματική πανδαισία, σώματα πανάλαφρα, αἐρινα, που δεν προβάλλουν τον τον αισθησιασμό, το νερό, η φωτιά, ο αέρας, τα χρώματα και τα σύμβολα, το παιχνίδι με τους φυσικούς νόμους και η αναγωγή στην ιστορία των μορφών λαϊκών πολιτισμών ή παραδοσιακών μύθων δημιουργούν ένα ασύλλυπτης ομορφιάς περιβάλλον ποιητικής δράσης και κυρίως ψευδαίσθησης.
Μετά από την εμπειρία με το Τσίρκο του ήλιου μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα πού μπορεί να ενταχθεί η δουλειά δικών μας ανθρώπων, όπως ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και όσων προσπαθούν να δώσουν τον δικό τους προσωπικό λόγο, προσπερνώντας την ευκολία της αντιγραφής και της δουλικής μίμησης.
Επίσημη ιστοσελίδα: Cirque du Soleil