Tag Archives: Carl Williams

Ο τυφλός Οιδἰποδας σαν κήρυγμα : Gospel at Colonus στο Ηρώδειο

Μαγικό Ηρώδειο. Λίγο πριν πέσει το φως της πιο μεγάλης μέρας του χρόνου. Το ρωμαϊκό ωδείο μπορεί να χωρέσει τα πάντα. Ακόμη και σε ναό αφροαμερικανών πεντηκοστιανών μπορεί να μετατραπεί η σκηνή του, με λίγη φαντασία και μπόλικη αφαίρεση. Αν και από την αρχή μας ξεκαθάρισαν οι μαύρες γυναίκες του χορού ότι στο ναό τους δεν υπάρχουν θεατές. Όλοι συμμετέχουν ενεργά. Και για αυτό μας κάλεσε να χορέψουμε στις κερκίδες. Όπου υπήρχε πλήθος αμερικανών θεατών, ανακατεμένο με Έλληνες που έσπευσαν να δουν μια παράσταση που γιορτάζει εφέτος 25 έτη ζωής.

Η διασκευή του Οιδίποδα επί Κολωνώ σε των Lee Breuer (κείμενο, στίχοι, σκηνοθεσία) και Bob Telson (μουσική και μουσική διεύθυνση) είναι από τις δημοφιλέστερες και από τις πλέον δημιουργικές αναγνώσεις αρχαίας τραγωδίας από το 1970 μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται ότι η δράση μεταφέρεται κάπου στο Χάρλεμ, την ώρα του εκκλησιασμού μιας κοινότητας, η οποία αν κι εχριστιανίστικε από τους αποίκους διατήρησε τη δική της ξεχωριστή παράδοση στη χριστιανική λατρεία. Μια παράδοση γεμάτη ενέργεια που έρχεται από τις αφρικανικές ρίζες και δεν έγινε δυνατόν να ευνουχιστεί από την κυρίαρχη κουλτούρα των λευκών. Ένας ακόμη λόγος πρωτοτυπίας της παράστασης είναι ότι ο σκηνοθέτης Lee Breuer δεν επέλεξε έναν ηθοποιό να παίξει τον Οιδίποδα, αλλά μια ομάδα πραγματικών τυφλών οι οποίοι είναι και τραγουδιστές και λέγονται The Blind Boys of Alabama, ένα μουσικό γκρουπ που ιδρύθηκε το 1939 από ένα ίδρυμα τυφλών.

Εδώ, μέσα στις προσευχές και την εκστατική ανάταση η ιστορία του Οιδίποδα μετατρέπεται από τον πάστορα σε παραβολή για το καλό και το κακό, την αμαρτία και την τιμωρία, την αγάπη του θεού και την αιωνιότητα. Στη γυμνή σκηνή του Ηρωδείου, τα μέλη του θιάσου-εκκλησιαστικής συνάξεως εισέρχονται από διάφορα σημεία του θεάτρου αφού πρώτα δώσουν τα χέρια τους, περνώντας από τους θεατές. 

Η σύζευξη μεταξύ λατρείας και θεατρικής πράξης δεν ήταν πάντα σε αρμονία αλλά αυτό έχει λίγη σημασία μπροστά στο λαμπρό μουσικό αποτέλεσμα. Ένα φανταστικό μίγμα αφροαμερικάνικων ρυθμών, με μελωδίες που είναι μεταγραφές εκκλησιαστικών ύμνων ή μπιτάτες συνθέσεις που μας πάνε πίσω στη δεκαετία του 1980, που στέκουν σήμερα, ως κλασικά πλέον κομμάτια, που ξεσηκώνουν για χορό. Γενικά, από την ιστορία κρατιέται ο βασικός ιστός, χωρίς συνέπεια στα πρόσωπα και κυρίως στον Οιδίποδα, ο οποίος παρουσιάστηκε σα να πάσχει από άνοια, ένα ραμολί επί σκηνής. Αλλά, ξαναλέω αυτό ήταν το λιγότερο μπροστά στη μουσική απογείωση της παράστασης.

Για μένα το ενδιαφέρον είναι πώς συντηρείται ο μύθος μιας παράστασης για 25 χρόνια, σκέπτομαι την καταπληκτική υποστήριξη που κρύβει από πίσω, έχοντας υπόψη ένα μεγάλο target group. Κάτι που στην Ελλάδα είναι ακόμη ζητούμενο για μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα, τα οποία δεν έχουν τύχη πέραν των ελληνικών συνόρων.

Πέρα από τις βραβεύσεις με θεατρικά βραβεία όπως το OBIE, την υποψηφιότητα για TONY, η τηλεοπτική παραγωγή κέρδισε βραβείο EMMY, η παράσταση έλαβε το National Black Programming Award for Best Production Communicating Excellence to Black Audiences, ενώ και το National Institute for Music Theater τίμησε την παράσταση με βραβείο “Outstanding Achievement” η δουλειά  Gospel at Colonus γίνεται παντού δεκτή με θερμά λόγια από την κριτική και το κοινό περνάει ευχάριστα δύο ώρες.

Στην Αθήνα είδαμε, εάν κρίνω από φωτογραφίες άλλων παραστάσεων, την πλέον απλουστευμένη εκδοχή σκηνικού της παράστασης Gospel at Colonus. Αυτό που βλέπω και ακούω είναι μιούζικαλ, φλερτάρει με τη λογική της όπερας αλλά είναι πολύ μακριά, αφού η εικόνα εξαντλείται στα πολύχρωμα κοστούμια (Ghretta Hynd) αφρικανικής καταγωγής και στους φωτισμούς (Jason Boyd).  Σίγουρα, το μεγάλο επίτευγμα είναι το μουσικό μέρος και όχι το θέαμα. Με τα σημερινά μάτια πιστεύω ότι το θέαμα, το οποίο αγγίζει τα όρια του φολκλόρ, εξαντλείται στο δεκάλεπτο. Λίγο πολύ όλα αναμενόμενα και χωρίς ιδιαίτερες σκηνικές εκπλήξεις. Η αποζημίωση του κοινού ερχόταν από τις υψηλές μουσικές επιδόσεις. Οι μεμονωμένες παρουσίες των μαύρων performers με τις εξαιρετικές φωνές, όπως της Jevetta Steele στο ρόλο της Ισμήνης ή του επισκόπου Carl Williams, Jr, στο ρόλο του Θησέα, της χορωδίας και των σολίστ έδωσαν με το παραπάνω τον καλύτερο εαυτό τους λίγα μέτρα πιο πέρα από όπου είχε παιχτεί στην αρχαιότητα η τριλογία του Σοφοκλή.

Πιστεύω ότι οποιαδήποτε υπόθεση αρχαίας τραγωδίας θα έφερνε λίγο πολύ το ίδιο σκηνικό αποτέλεσμα, και είναι αλήθεια ότι το αρχαίο δράμα αφορά τον σύγχρονο θεατή παραμένοντας ανοιχτό σε κάθε είδους πειραματισμό και διασκευή. Εδώ, στην προσαρμογή που είδαμε και καταχειροκρότηθηκε, ο Οιδίπους ήταν η αφορμή, για ξέφρενο τραγούδι και χορό του «εκκλησιάσματος», ένα δίδαγμα για την αστάθεια των ανθρωπίνων, μια κατήχηση για το έλεος του θεού, και ένας ύμνος στα αιώνια. Έτσι εξάλλου τελειώνει και η παράσταση:

Let no one mourn again

The love of God will bring you peace

There is no end.

Ποιος είναι ο σκηνοθέτης Lee Breuer

Ο Λη Μπρούερ, που ξεκίνησε την καριέρα του από το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1970 μαζί με τη θεατρική ομάδα Mabou Mines Theater Company, ένα σχήμα που ανάμεσα στα ιδρυτικά του μέλη συμπεριελάμβανε σημαντικές μορφές της αμερικανικής πρωτοπορίας του θεάτρου, αλλά και της μουσικής, όπως η JoAnne Akalaitis και ο Philip Glass. Οι παραστάσεις του Μπρούερ ήταν πειραματικές από κάθε άποψη: Ανέβαζε τα έργα του σε κάθε λογής χώρους εκτός θεάτρου, συχνά σε μουσεία· έβαζε τους ηθοποιούς να παίζουν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, ή να εμφανίζονται στο κοινό μέσα από τεράστιους καθρέφτες· προσπαθούσε να εισάγει στοιχεία ποπ κουλτούρας στον κόσμο της υψηλής αισθητικής. Η χρήση στοιχείων από την δημοφιλή σύγχρονη ποπ κουλτούρα, σύμφωνα με τον Μπρούερ, μπορεί να λειτουργήσει και σαν καταλύτης για να προσεγγίσει το κοινό ένα έργο από κάποια ξένη θεατρική παράδοση. Σαν θεατρικός αλχημιστής, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Μπρούερ ανέβασε τρία έργα από τρεις διαφορετικές εποχές του κλασικού ρεπερτορίου: Πρώτα την «Λούλου» του Βέντεκιντ, την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, και τέλος τον «Οιδίποδα επί Κολονώ» του Σοφοκλή.