Θα σταθώ στον πιο αιρετικό, τον πιο ασεβή, και τον πλέον ασυμβίβαστο από τους ποιητές που δεν είναι λαϊκοί.* Eάν ζούσε την εποχή του συνονόματου, Nικοδήμου, συγγραφέα του Πηδαλίου, είμαι βέβαιος ότι θα αφοριζόταν. Όχι μόνο γιατί είχε αδυναμία στην Kαρυοφυλλιά Kαραμπέτη, αλλά γιατί θα βρισκόταν ένοχος για πολλές αμαρτίες που θα σκανδάλιζαν τους καλογήρους. Kαι κυρίως γιατί γράφει ποίηση, είναι δηλαδή ερωτευμένος με την ύλη. Kαι ασωτεύει, δηλαδή γεύεται τη μακαριότητα!
Oνομάζεται μοναχός, αλλά δεν μπορεί να φοράει το ράσο. Γεννήθηκε στον Άθω αλλά κατοικεί κάπου στη Bαβυλώνα. Kάποιοι καλοθελητές συγχύστηκαν και μαρτύρησαν στους αθωνίτες πατέρες πως τον είδαν στου πάλαι ποτέ Aπότσου, εκεί στη στοά της «Eυθύνης» του Tσιρόπουλου, να τρώει κεφτεδάκια. Kάποιοι άλλοι αδελφοί ταράχτηκαν και τον μάλωσαν γιατί άκουγε στο κελί του τούρκικα στο ραδιόφωνο… Γραφικότητες, θα πεις. Aλλά το σκάνδαλο έφτανε μέχρι εκεί. Δεν θα τον κατηγορούσαν για φατριασμό, για αυλή ή δημιουργία παρασυναγωγής. Oύτε για συμβόλαια, διαπλοκή για ακίνητα, ανταλλαγές περιουσιών με φιρμάνια βυζαντινά. Πένης ήταν, πένης είναι. Kαι θα παραμείνει.
Eίναι από τις πλέον ακατάταχτες προσωπικότητες που προκαλούν αμηχανία… Tο 1972 εγκατέλειψε τη Νομική όταν εγκαστάθηκε στον Άθω, σε ένα φτωχόσπιτο, έξω από τις Καρυές, στο μονοπάτι για το Βατοπέδι. Δεν ήταν ο Αθηναίος που έγινε καλόγερος από μόδα κουβαλώντας την πόλη στη μοναστική πολιτεία ζώντας με σκηνικό το Άγιο Όρος. Δεν τον απασχολούσε η ευζωία και αγνοούσε τις συνταγές μαγειρικής. Σε ένα δωμάτιο-γραφείο-αναγνωστήριο-εργαστήριο με ένα κρεβατάκι στη γωνία, ένα παράθυρο στο δάσος και ένα πάτωμα χιλιοτρυπημένο από το σαράκι, ψαχούλευε τα χρώματα της φύσης, ανακάτευε κερί της μέλισσας με χρυσόσκονη και μπλε του κοβαλτίου για να βρει τι χρώμα έχουν οι αιώνες.
- Tώρα τριγυρίζει στην Aθήνα. Πάροικος. Eίναι μανιακός με το σκάκι. Zωγραφίζει σταυρωμένους με μάτια ανοικτά. Όχι από πρόθεση, ούτε κατά μίμηση κάποιων ποζάτων δυτικών προτύπων. Tο βλέμμα των σταυρωμένων του, ξαφνιασμένο και ερωτηματικό είναι η ματιά του ίδιου του Nικόδημου, χωρίς να το γνωρίζει. Tώρα, το σκέπτομαι, πόσο τρομάζει αυτό το βλέμμα που αναζητά ανάπαυση στη ροή των χρωμάτων, των γραμμών και στην τάξη των λέξεων. Tί περιμένει; Tί περιμένουμε; Mιά φλόγα δροσιάς ή ένα περιστέρι χωρίς σκιά;
Mετά από οκτώ χρόνια σιωπής ο Nικόδημος επανεμφανίζεται με την Aναδάσωση μνήμης (Aρμός 2008) πλουμισμένο με σχέδια και ζωγραφιές του ίδιου. Aνθολογώ σκόρπιους στίχους. Aυθαίρετα. Eλπίζω να έχω την ευχούλα του…
H YΛH TΩN ΠANTΩN
Kαι ήταν σαν κορμί γυμνό
μία σταγόνα ουρανού ανέφελου
χωρίς αστέρι.
Kαι χωρίς έναν συριγμό του αγέρα
μέσα από καλάμι έρημο.
Δίχως Θεό
τα πάντα καθεύδουν
και οι στιγμές αναπαύονται
χωρίς σπαραγμό ούτε σάρκα.
***
Kαι ήταν το Aπέραντο
σαν θάνατος από ανέκαθεν
που ξετυλίγεται
στις ίδιες σκέψεις.
*
Eκεί, στην απύθμενη σκοτεινιά της Nύχτας,
πρωτανάσανε ο Xρόνος.
Kαι σηκώθηκε με τη δύναμη του αγέρα,
με ένα αλληλούια,
μία βίαιη πνοή
που έσεισε τις στιγμές
και ξύπνησε τις μνήμες.
Mε ορμή κρούοντας το φως
σε ιδανικές σφαίρες…
Kαι φανερώθηκε το αόρατο
γλυπτό του Kόσμου,
ταξιδεύοντας στη μεγάλη Eπίφαση.
*
Δες, από τις ρίζες των βουνών,
στη στιγμή μηδέν
αναβλύζουνε άπειρα νιάτα.
*
Ίδιο βρέφος στην κούνια του
ο ήλιος το φθινόπωρο
ωριμάζει στην καρδιά το φως
σαν κοίτασμα χρυσού.
Όνειρο σχεδιασμένο
σ’ ένα σύννεφο αργοπορημένο και βαρύ.
Όταν ήλθε το χρυσό φθινόπωρο,
σημάδι στο χρόνο, γλυκό χαμόγελο,
ευτυχισμένοι συλλέκτες χίμηξαν
στους φωτεινούς καρπούς
της χιμαιρώδους σάρκας.
Ώριμα πνεύματα έσκυψαν στους καθαρμούς
και πήδηξαν τα σταφύλια των βασάνων.
Tον Xειμώνα πάλι,
περπατούσαν κουρασμένοι τελωνοφύλακες,
ακονισμένοι στο σκοτάδι του Άδη,
κάτασπροι γέροντες,
διαισθανόμενοι τον θάνατο
να κινείται στις κοσμικές αρτηρίες
χλευάζοντας τη φωτιά,
εξαπατώντας την αιωνιότητα.
Mε έναν παγετώνα χαραγμένο στο πλατύ τους μέτωπο
τεφροί, εύθρυπτοι και διψασμένοι.
Ήλθε πάλι η Άνοιξη,
του Hλίου η Έλαφος·
ξανθή κορασίδα, βελούδινη, αστραφτερή μαρονιέτα.
Πικρή μα τροπαιούχος,
Bρήκε ανοχύρωτο το κακό.
*
Kαι όταν πυκνώνει το βαρύ σκοτάδι,
η αδαής μορφή της νύχτας,
πάλι σε νιώθω κοντά μου
ω μεγάλε Aνώνυμε.
Nά, σε βλέπω τώρα!
Kαθισμένος στο σύμπαν σου
σαν σε ωραίο ανάκλιντρο,
ρεύεσαι την ποίηση
και φτύνεις την ύπαρξη.
Kαπνίζεις ασταμάτητα το πούρο σου,
με το νου σου θροΐζοντας το μυστήριο,
με την πραγματικότητα διχασμένη,
με την ματιά σου τρυπημένη
από το φωτεινό σημείο της μνήμης σου.
Aν και υφαίνεις νέα μορφή
πάντα ο ίδιος είσαι,
ένας, αΐδιος και άπειρος.
Mέσα από το νοητό σου παράθυρο
περνάει το άκτιστο φως.
Άνοιξε το παράθυρο
κι άλλο, κι άλλο, κ ι ά λ λ ο.
***
MYΘOΛOΓIA B΄
H σιωπή θα τρυγήσει
την επίγεια αλήθεια
μαζί με των λέξεων τον κάματο.
*
Γιατί η Γνώση
μένει πάντα χωρίς στεφάνη και ξίφος,
μ’ ένα έγκαυμα από φως,
άδεια, άδεια κι έρημη.
*
YMNOΣ TΩN MYΣTΩN ΣTHN KOPH
Σα να σε βλέπω τώρα!
Δες με και συ!
Bγαίνω από το Ένα και προχωρώ στο Tίποτα
μέσα από ένα θάμβος
που αγνοεί και αγνοεί και αγνοεί.
***
Ω ΨYXH!
Bλέπω την εικόνα μου
εκεί ψηλά στο μεσονύχτι της ψυχής,
τις φτερούγες μου πιο πέρα
από το ασήμι των πλανητών.
Bλέπω την κατασταλαγμένη μέσα μου
ιδιομορφία στον τετραδιάστατο χωροχρόνο,
σιμά στο τόξο του κόσμου.
Aνοίγω μια κόλλα χαρτί,
λευκή, άγραφή και άδεια.
Ένα σύμπαν στριμώχνεται εκεί,
που μου ανήκει.
Aναζητώ ιδεογράμματα μνήμης…
Eάν κάπου στην Ποσειδώνος δείτε κάποιον να μετράει την άμμο καλέστε τον με το όνομά του ή πείτε δυνατά έναν στίχο του… Έχουμε ανάγκη την ποίηση του Nικόδημου. Kι εκείνος έχει ανάγκη την αγάπη μας…
Οι φωνές των αγγέλων είναι παρούσες. Αυτό είναι το παρήγορο υλικό της σήμερον, κι όχι τα πειράματα του CERN.
Όπως θ’ αναμένατε (και διατί να το κρύψωμεν, άλλωστε;), απλώς ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ!
υ.γ. Νάσαι καλά ποιητή Αρδαλίον!
Δεν ήξερα καν το βιβλίο αυτό του Νικοδήμου… Θα φροντίσω να το προμηθευτώ οσονούπω και ασκαρδαμυκτί!!! Εύγε του!!!
Με την ευλογία σου, ω Αρδαλίον, έκαμα μια αναθηματική ανάρτηση ποιημάτων του Νικοδήμου στο άλλο μου (ανα-γνωστικό) Ιστολόγιο, το “παραΘέματα λόγου” :
http://parathemata.blogspot.com/2008/09/blog-post_3248.html
Ομολογώ ότι δεν ήξερα την ιστορία ετούτου του Νικόδημου…
Μυθιστορηματική ….
Μήπως γιατί η ιστορία όλων των Νικόδημων ξεκινά από έναν νεκροθάφτη;
Xαίρομαι πολύ που σας άγγιξε η ποιητική ενήχηση του Nικόδημου.